Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μαστίγωσις

См. также в других словарях:

  • μαστίγωσις — whipping fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστιγώσει — μαστίγωσις whipping fem nom/voc/acc dual (attic epic) μαστιγώσεϊ , μαστίγωσις whipping fem dat sg (epic) μαστίγωσις whipping fem dat sg (attic ionic) μαστῑγώσει , μαστιγόω whip aor subj act 3rd sg (epic) μαστῑγώσει , μαστιγόω whip fut ind mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστιγώσεις — μαστίγωσις whipping fem nom/voc pl (attic epic) μαστίγωσις whipping fem nom/acc pl (attic) μαστῑγώσεις , μαστιγόω whip aor subj act 2nd sg (epic) μαστῑγώσεις , μαστιγόω whip fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστιγώσεσιν — μαστίγωσις whipping fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστίγωσιν — μαστίγωσις whipping fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστίγωση — η (Α μαστίγωσις, εως) [μαστιγώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαστιγώνω, δαρμός, χτύπημα με μαστίγιο, μαστίγωμα 2. είδος ποινής σε διάφορες εποχές 3. είδος ιεροτελεστίας κατά την αρχαιότητα …   Dictionary of Greek

  • μαστιγώσεων — μαστιγώσεω̆ν , μαστίγωσις whipping fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστιγώσεως — μαστιγώσεω̆ς , μαστίγωσις whipping fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστιγώσῃ — μαστιγώσηι , μαστίγωσις whipping fem dat sg (epic) μαστῑγώσῃ , μαστιγόω whip aor subj mid 2nd sg μαστῑγώσῃ , μαστιγόω whip aor subj act 3rd sg μαστῑγώσῃ , μαστιγόω whip fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»