-
1 μαστίγιον
-
2 μαστίγιον
μαστί̱γιον, μαστιγόωwhip: imperf ind act 3rd pl (doric)μαστί̱γιον, μαστιγόωwhip: imperf ind act 1st sg (doric) -
3 μαστίγιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαστίγιον
-
4 кнут
кнутм τό μαστίγιον, τό κνοῦτο[ν], ὁ βούρδουλας:удар \кнуто́м ἡ καμτσικιά. -
5 μάστιξ
μάστιξ, -ῑγοςGrammatical information: f.Meaning: `whip, scourge', metaph. `plague' (Il.).Other forms: dat. acc. also μάστῑ, - ῐν (Ψ 500, ο 182, AP).Compounds: Some compp., e.g. μαστιγο-φόρος `scourge-bearing', also name of a policeman (Th., Pap.).Derivatives: Dimin. μαστίγιον (M. Ant.); μαστιγ-ίας m. `rogue' (Att.; Chantraine Form. 93), - ία name of a magic plant (PMag. Par.). Denominative verbs: 1. μαστίω, only presentstem, `whip, crourge, thrash' (rarely ep. since Il.). 2. μαστίζω (posthom.), - ίσδω (Theoc.), aor. μαστίξαι (Il.; hell.) `id.', either from μάστιξ or enlarged from μαστίω (cf. Schwyzer 735 n. 4, Schulze Kl. Schr. 354 n. 1, Ruijgh L'éIém. ach. 88), with μαστίκ-τωρ `scourger, chastiser' (A. Eu. 159), - τήρ `id.' (coni. A. Supp. 466; cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 22f.). 3. μαστιγ-ῶσαι, - όω (- έω Hdt. 1, 114) `id.' (IA.) with μαστίγωσις `whipping' (Ath.), - ώσιμος `worth a thrashing' (Luc.; after λεύσιμος, Arbenz 99). -- On μάστιξ, - ίζω also Delebecque Cheval 186ff.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Nom. instr. in - τις ( ἄρυσ-τις, κνῆσ-τις etc.; Holt Les noms d'action en - σις 32, 42; Chantraine Form. 275 f.), with γ-enlargement (Schwyzer 496, Chantraine 397) μασ-τῑ-γ-, from μάσ-σασθαι, μαίομαι `touch' (s. v.). -- The formal similariy between μάστιξ, μαστιγόω and Lith. màstieguoti, mostigóti `quirl, beat about' is purely accidental (Fraenkel Wb. s. màkaluoti against Prellwitz BB 24, 106). I doubt the connection with μασάομαι, and rather think that the word is Pre-Greek. Cf. Schrader-Nehring Reallex. 2, 154.The suffix -ῑγ- is Pre-Greek.Page in Frisk: 2,182-183Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μάστιξ
См. также в других словарях:
μαστίγιον — μαστί̱γιον , μαστιγόω whip imperf ind act 3rd pl (doric) μαστί̱γιον , μαστιγόω whip imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
μαστίγιο — Λεπτή μάστιγα, καμουτσίκι, βούρδουλας. Στη βιολογία μ. ονομάζεται η κυτταρική προέκταση βακτηρίων, πρωτόζωων και σπερματοζωαρίων των περισσοτέρων ζωικών οργανισμών και ορισμένων κατώτερων φυτικών οργανισμών, η οποία εξυπηρετεί την κίνησή τους. Τα … Dictionary of Greek
Περδίος, Ιωάννης — (1882 – 1930). Κύπριος ποιητής. Έγραψε πατριωτικά και σατιρικά ποιήματα. Το 1911 ίδρυσε το έμμετρο σατιρικό περιοδικό Το μαστίγιον, που κυκλοφορούσε μέχρι τον θάνατό του. Έργα του είναι η δίτομη ποιητική συλλογήΚυπριακή Μούσακαι δυο σχολικές… … Dictionary of Greek