-
1 μαστροπίς
-
2 μαστροπίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαστροπίς
-
3 μαστροπίδων
μαστροπίςfem gen pl -
4 μάστρυς
См. также в других словарях:
μαστροπίς — μαστροπίς, ίδος, ἡ (Α) [μαστροπός] η μαστροπός … Dictionary of Greek
μαστροπίδων — μαστροπίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)