-
1 μαστο-ειδής
-
2 μαστοειδής
μαστο-ειδής, ές, brust-, zitzenförmig -
3 μαστ-ώδης
μαστ-ώδης, ες, = μαστο-ειδής.
См. также в других словарях:
μαστοειδής — ές 1. αυτός που είναι όμοιος με μαστό, αυτός που έχει σχήμα μαστού 2. φρ. «μαστοειδής απόφυση» ανατ. η απόφυση τού κατώτερου και οπίσθιου μέρους τού κροταφικού οστού, στην οποία καταφύονται πολλοί μύες τού λαιμού και η οποία περιέχει κοιλότητες,… … Dictionary of Greek