-
1 μαστιγόω
μαστῑγ-όω, opt. μαστιγοίην (v.l. - οῖμι) Aeschin.2.157: [tense] fut. - ώσω X.Cyr.1.4.13: [tense] aor. - ωσα Hdt.7.54:—[voice] Pass., [tense] fut.Aμαστιγωθήσομαι LXX Ps.72(73).5
,μαστιγώσομαι Pl.R. 361e
, IG22.1362.9: [tense] aor. part. - ωθείς Phld.Rh.2.180 S.:—whip, flog, Hdt.1.114 ( μαστιγέων codd.), 3.16, 7.54;μυρίκῃ ἢ μαλάχῃ Luc.Ind. 3
:—[voice] Pass., Lys.1.18, etc.; πληγὰς μαστιγούσθω let him be whipped, Pl.Lg. 914b, cf. 845a;ψυχῆς ἠσκημένης καὶ μεμαστιγωμένης Max.Tyr.25.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαστιγόω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский