Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μαστιγοφόρος

См. также в других словарях:

  • μαστιγοφόρος — α, ο (Α μαστιγοφόρος, ον) αυτός που έχει ή κρατάει μαστίγιο («καὶ μαστιγοφόρους τριακοσίους ὑπηρέτας», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαστιγοφόρα (ζωολ. βοτ.) πρώτιστα πρωτόζωα ή πρωτόφυτα, τα οποία φέρουν ένα ή περισσότερα μαστίγια …   Dictionary of Greek

  • μαστιγοφόρος — μαστῑγοφόρος , μαστιγοφόρος scourge bearing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Sophŏkles [1] — Sophŏkles, 1) neben Äschylos u. Euripides der bedeutendste attische Tragödiendichter, ein Athener aus dem Gaue Kolonos, der Sohn des Sophillos od. Sophilos, nach And. des Theophilos, dem Besitzer einer Waffenfabrik, geb. um 496 v. Chr. Er wurde… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • κριθιδία — η ζωολ. 1. γένος ζωομαστιγοφόρων πρωτοζώων τής τάξης κινητοπλαστίδια, το οποίο αποτελεί παράσιτο τών ασπονδύλων και ζει κυρίως στο έντερο τών αρθροπόδων 2. μαστιγοφόρος μορφή τής λεϊσμανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crithidia <… …   Dictionary of Greek

  • μάστιγα — η (AM μάστιξ, ιγος, Α ιων. τ. μάστις, ιος) 1. λουρί δεμένο σε ραβδί με το οποίο χτυπούν τα υποζύγια για να τρέξουν, μαστίγιο, καμ(ου)τσίκι («τοῡ ἵππου τὴν μάστιγα», Ηρόδ.) 2. μτφ. μεγάλη συμφορά, μεγάλο κακό, καταστροφή, κοινωνική πληγή (α. «Διὸς …   Dictionary of Greek

  • αραχνίδια ή αραχνοειδή — (arachnoidea). Ομοταξία αρθροπόδων ζώων. Το σώμα των ζώων αυτών χωρίζεται σε δύο τμήματα: το εμπρός που αποκαλείται πρόσωμα (ή κεφαλοθώρακας) και το πίσω που αποκαλείται οπισθόσωμα (ή κοιλία). Τα πρώτα προστοματικά τους εξαρτήματα λέγονται… …   Dictionary of Greek

  • μαστιγοφόροι — μαστῑγοφόροι , μαστιγοφόρος scourge bearing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστιγοφόροις — μαστῑγοφόροις , μαστιγοφόρος scourge bearing masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστιγοφόρον — μαστῑγοφόρον , μαστιγοφόρος scourge bearing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστιγοφόρου — μαστῑγοφόρου , μαστιγοφόρος scourge bearing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»