Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μασταρίζειν

См. также в других словарях:

  • μασταρίζειν — (Α) βλ. μασταρύζω …   Dictionary of Greek

  • μασταρύζω — και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α) 1. (για γέροντα) προφέρω κάτι ασαφώς σαν να έχω το στόμα μου γεμάτο, τραυλίζω, φαφουτίζω («ὁ δ ὑπὸ γήρως μασταρύζει», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Φώτ.) «μαστηρύζειν τὸ κακῶς μασᾱσθαι, Κυρηναῑοι» 3. (κατά τον Ησύχ.)… …   Dictionary of Greek

  • μαστιχώ — μαστιχῶ, άω (Α) 1. τρίζω, κριτσανίζω τα δόντια 2. μέσ. μαστιχῶμαι, άομαι ως γλώσσα τού Ησύχ. στο μασταρίζειν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστ ιχ ῶ, άλλος τ. τού ρ. μαστάζω < μάσταξ «στόμα, σαγόνι». Τόσο το μαστ αρύζω* όσο και το μαστ ιχ ώ αποτελούν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»