-
1 μασθλήτινος
μασθλήτινος, ledern, lederfarbig; Eupolis Ath. III, 106 b ἔχων τὸ πρόςωπον καρίδος μασϑλητίνης, weich wie Leder; vgl. Hermodor. bei Hesych. v. Σκυϑικαί.
-
2 μασθλήτινος
μασθλήτινος, ledern, lederfarbig; ἔχων τὸ πρόςωπον καρίδος μασϑλητίνης, weich wie Leder -
3 μασθλήτινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μασθλήτινος
-
4 μασθλητίνης
μασθλήτινοςlike leather: fem gen sg (attic epic ionic) -
5 μασθλητίνας
μασθλητίνᾱς, μασθλήτινοςlike leather: fem acc plμασθλητίνᾱς, μασθλήτινοςlike leather: fem gen sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
μασθλήτινος — μασθλήτινος, ίνη, ον (Α) [μάσθλης] αυτός που μοιάζει με δέρμα ως προς το χρώμα … Dictionary of Greek
μασθλητίνης — μασθλήτινος like leather fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασθλητίνας — μασθλητίνᾱς , μασθλήτινος like leather fem acc pl μασθλητίνᾱς , μασθλήτινος like leather fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)