Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μασθλήτινος

См. также в других словарях:

  • μασθλήτινος — μασθλήτινος, ίνη, ον (Α) [μάσθλης] αυτός που μοιάζει με δέρμα ως προς το χρώμα …   Dictionary of Greek

  • μασθλητίνης — μασθλήτινος like leather fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασθλητίνας — μασθλητίνᾱς , μασθλήτινος like leather fem acc pl μασθλητίνᾱς , μασθλήτινος like leather fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»