-
1 μαρτυρέω
μαρτυρέω, Zeuge sein, bezeugen; τοῦτό γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω, Pind. Ol. 6, 21, vgl. I. 4, 54; ϑανούσῃ μαρτυρεῖτέ μοι τόδε, Aesch. Ag. 1290, öfter; auch von Sachen, μαρτυρεῖ δέ μοι φᾶρος τόδε, Ch. 1005, vgl. Ag. 480, wie Soph. sagt ποδῶν ἂν ἄρϑρα μαρτυρήσειεν τὰ σά, O. R. 1032, sie dienen zum Zeugniß, zum Beweise; auch absol., τίς ὁ μαρτυρήσων; wer wird Zeuge sein? Aesch. Ag. 1487, wie αὐτὸς ἧν ὁ μαρτυρῶν, Eum. 798; τίς τοι μαρτυρήσει τοῠτ' ἐμοῦ κλύειν, Soph. Tr. 421, öfter; οὐ μαρτυρήσει μ' Ἴσϑμιος Σίνις ποτὲ κτανεῖν ἑαυτόν, Eur. Hipp. 977. – Ebeu so in Prosa; μαρτυρεῖ δέ σφι καὶ ἡ ἄλλη Ἑλλάς, Her. 8, 94, μαρτυρέει δέ μου τῇ γνώμῃ καὶ Ὁμήρου ἔπος, 4, 29; μαρτυρεῖ τούτοις καὶ Ομηρος, Plat. Gorg. 525 d, τὰ ἐπιόντα πάντα τούτῳ μαρτυρεῖ ὅτι οὕτως εἴρηται, Prot. 344 a; auch c. acc., Etwas bezeugen, Phaedr. 244 d; περί τινος, Apol. 21 a; ὑπέρ τινος, Dem. 29, 54; μαρτυρίαν μαρτυρεῖν, ein Zeugniß ablegen, Is. 12, 25; pass., μαρτυρίαι μαρτυρηϑεῖσαι, 3, 11; μαρτυρεῖται, Plat. Prot. 344 d; μεμαρτύρηται, Lys. 13, 66; so auch pass. μαρτυρήσεται, Xen. Mem. 4, 8, 10. – Sp. auch med. = act., S. Emp. adv. math. 7, 324 u. N. T., wie Act. An. 26, 22. – Bei den K. S. = Märtyrer sein. – Das pass. geht bei Ath. I, 25 e, μαρτυροῦνται καὶ Χῖοι ἐπὶ ὀψαρτυτικῇ, in die Bdtg gelobt werden über, probari; vgl. Luc. am. 45; μαρτυρεῖσϑαι ἐμπειρίαν ἐδόκει, d. i. man bezeugte ihm Erfahrung, Plut. discr. am. et ad. 21 E.
См. также в других словарях:
μαρτυρείται — μαρτυρούνται (κυρίως στο γ πρόσ. ενεστ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαρτυρεῖται — μαρτῠρεῖται , μαρτύρομαι call to witness fut ind mp 3rd sg (attic epic) μαρτυρέω bear witness pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
εφοδιοπομπή — η 1. στρ. αποστολή εφοδίων, ιδίως σε καιρό πολέμου 2. φάλαγγα οχημάτων ή υποζυγίων με εφόδια προς το πολεμικό μέτωπο ή με τραυματίες από αυτό («εφοδιοπομπή τραυματιών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εφόδιο(ν) + πομπή (< πέμπω «στέλνω»). Αρχικά επλάσθη η λ.… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κληρικαλισμός — Πολιτική τάση που υποστηρίζει και επιδιώκει την ανάδειξη της Εκκλησίας και του κλήρου σε ηγετική δύναμη της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής μιας χώρας. Ονομάζεται και κληροκρατία. Οι οπαδοί του υποστηρίζουν τη συμμετοχή του κλήρου στα … Dictionary of Greek
μαρτυρώ — άω και έω (AM μαρτυρῶ, έω) [μάρτυρας] 1. δίνω μαρτυρία για κάτι, πιστοποιώ, βεβαιώνω 2. καταθέτω ως μάρτυρας ευμενώς ή δυσμενώς («πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῑς λόγοις τῆς χάριτος», ΚΔ) 3. υφίσταμαι βασανιστήρια ή μαρτυρικό θάνατο… … Dictionary of Greek
οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… … Dictionary of Greek