-
1 μαρμαροφεγγείς
μαρμαροφεγγήςgleaming white: masc /fem acc plμαρμαροφεγγήςgleaming white: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
2 μαρμαροφεγγεῖς
μαρμαροφεγγήςgleaming white: masc /fem acc plμαρμαροφεγγήςgleaming white: masc /fem nom /voc pl (attic epic)
См. также в других словарях:
μαρμαροφεγγεῖς — μαρμαροφεγγής gleaming white masc/fem acc pl μαρμαροφεγγής gleaming white masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαροφεγγής — μαρμαροφεγγής, ές (Α) (ιδίως για τα δόντια) 1. αυτός που λάμπει, που αστράφτει σαν μάρμαρο 2. αυτός που είναι λευκός σαν το χιόνι, ο κάτασπρος («στόματος παῑδες μαρμαροφεγγεῑς», Τιμόθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + φεγγής (< φέγγω), πρβλ. αστρο… … Dictionary of Greek