-
1 μαρμάρινος
[мармаринос] εκ. мраморный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μαρμάρινος
-
2 мраморный
μαρμάρινοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мраморный
-
3 мраморный
-
4 мраморный
мрамор||ныйприл μαρμαρένιος, μαρμάρινος. -
5 мраморный
[μράμαρνυΐ] εκ. μαρμάρινος -
6 мраморный
[μράμαρνυϊ] επ μαρμάρινος -
7 мраморный
επ.μαρμάρινος•-ая статуя μαρμάρινο άγαλμα.
|| μαρμαροειδής•-ая бумага μαρμαροειδές χαρτί ή μαρμαρόκολλα.
|| άσπρος σαν μάρμαρο•-ая шея κατάλευκος (χιονόλευκος) λαιμός•
женщина с -ой шеей γυναίκα μαρ-μαρτράχηλη.
См. также в других словарях:
Μαρμάρινος — of marble masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμάρινος — of marble masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμάρινος — η, ο (AM μαρμάρινος, η, ον) [μάρμαρος] αυτός που έχει κατασκευαστεί από μάρμαρο, ο μαρμαρένιος («μαρμάρινον ἄγαλμα», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek
μαρμάρινος — η, ο μαρμαρένιος, φτιαγμένος από μάρμαρο: Μαρμάρινες στήλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαρμαρίνων — μαρμάρινος of marble fem gen pl μαρμάρινος of marble masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμάρινον — μαρμάρινος of marble masc acc sg μαρμάρινος of marble neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρίνη — μαρμάρινος of marble fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρίνην — μαρμάρινος of marble fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρίνης — μαρμάρινος of marble fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαρμαρίνοις — Μαρμάρινος of marble masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρίνοις — μαρμάρινος of marble masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)