-
1 μαργάω
A raging, esp. in battle, A. Th. 380;οἱ μαργῶντες S.Fr. 842
;φόνου μαργῶντος E.HF 1005
;μαργῶσαν χέρα Id.Hec. 1128
; [ἵπποι] μαργῶσαι φρένας Id.Hipp. 1230
, cf. Call.Fr. 98a; μαργῶσα γνάθος ravenous jaw, A.Fr. 258: c. inf., μ. ἱέναι δόρυ madly eager to.., E.Ph. 1247.
См. также в других словарях:
μαργώ — μαργῶ, άω (Α) [μάργος] 1. (ιδίως στη μάχη) ορμώ, μαίνομαι («μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος», Αισχύλ.) 2. φρ. «μαργῶσα γνάθος» λαίμαργο σαγόνι, λαίμαργα δόντια 3. είμαι πολύ πρόθυμος να κάνω κάτι («μαργῶν τ ἐπ ἀλλήλοισιν ἱέναι δόρυ», Ευρ.) 4. (κατά… … Dictionary of Greek