Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μαργότης

См. также в других словарях:

  • μαργότης — μαργότης, ητος, ἡ (Α) [μάργος] 1. μανιώδες πάθος, μανία, παραφροσύνη 2. λαιμαργία, απληστία («διὰ μαργότητα πολλῷ χρησοίμεθα πλέονι», Πλάτ.) 3. ακολασία, αισχρή επιθυμία, ασέλγεια …   Dictionary of Greek

  • μαργότης — raging passion fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαργότητα — μαργότης raging passion fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαργότητι — μαργότης raging passion fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαργότητος — μαργότης raging passion fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»