-
1 μαργάρω
-
2 μαργάρῳ
-
3 перламутр
ο μάργαρος, το μάργαρο, η μαργαριτόρριζα, το φίλντισι, το σεντέφι (ξεν.)-овый μαργαριταρένιος, μαργαρώ-δηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перламутр
См. также в других словарях:
μαργάρῳ — μάργαρον neut dat sg μάργαρος pearl oyster masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)