-
1 μαραυγείν
-
2 μαραυγεῖν
См. также в других словарях:
μαραυγεῖν — μαραυγέω contract the pupil when exposed to light pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαραυγώ — μαραυγῶ, έω (Α) θαμπώνομαι από το πολύ φως, σκοτίζομαι, θαμπώνουν τα μάτια μου («αἱ ἐν τοῑς ὄμμασιν αὐτοῡ κόραι... δοκοῡσι... μαραυγεῑν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο ρ., τού οποίου το β συνθετικό εμφανίζεται και στα σκι αυγῶ, χρυσ αυγῶ (βλ. λ.… … Dictionary of Greek