Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μαραυγεῖν

См. также в других словарях:

  • μαραυγεῖν — μαραυγέω contract the pupil when exposed to light pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαραυγώ — μαραυγῶ, έω (Α) θαμπώνομαι από το πολύ φως, σκοτίζομαι, θαμπώνουν τα μάτια μου («αἱ ἐν τοῑς ὄμμασιν αὐτοῡ κόραι... δοκοῡσι... μαραυγεῑν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο ρ., τού οποίου το β συνθετικό εμφανίζεται και στα σκι αυγῶ, χρυσ αυγῶ (βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»