-
21 μαράζωμα
τό1) см. μαρασμός; 2) томление, тоска; изнывание; 3) большое горе, большая печаль, грусть -
22 μάραμα
το см. μαρασμός -
23 μαρασμοίς
-
24 μαρασμοῖς
-
25 μαρασμού
-
26 μαρασμοῦ
-
27 μαρασμώ
-
28 μαρασμῷ
-
29 μαρασμών
-
30 μαρασμῶν
-
31 маразм
[μαράζμ] ουσ. α μαρασμός -
32 маразм
[μαράζμ] ουσ α μαρασμός -
33 безвременье
-я ουδ.παλ. χρόνια δίσεκτα, δύσκολα χρόνια, χαλεποί καιροί. || μαρασμός, καιροί κοινωνικής και πολιτιστικής στασιμότητας. -
34 блеклость
-и θ.μαρασμός• ξεθώριασμα, ξέβαμμα. -
35 деградация
-и θ.1. παρακμή, μαρασμός•искусства παρακμή της Τέχνης.
2. εξασθένιση, εξάντληση•деградация почв εξασθένιση των εδαφών.
-
36 депрессия
-и θ.καταπίεση ιψυχική, κατάθλιψη, μελαγχολία.(οικον.) μαρασμός, παρακμή. -
37 дряблость
-и θ.στεγνότητα, μαρασμός, μη θαλερότητα. -
38 застой
-я α.στάση, σταμάτημα, στασιμότητα, ακινησία•застой крови αιμοστασία, αιμάοταση.
|| μτφ. μαρασμός. -
39 мертвечина
-ы θ.1. αθρσ. τα ψοφίμια.2. μτφ. ηθικός και πνευματικός ξεπεσμός, μαρασμός• νέκρα, νεκρωμάρα. -
40 упадок
-дка α.1. πέσιμο, πτώση, κατάπτωση•упадок духа πτώση του ηθικού•
упадок сил κατάπτωση των δυνάμεων.
|| παρακμή • μαρασμός • αποσύνθεση (κυρίως για κοινωνία).2. (διαλκ.) βλ. падж.
См. также в других словарях:
μαρασμός — withering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμός — Βαριά μορφή υποσιτισμού. Παρουσιάζεται κυρίως σε περιπτώσεις λιμού. * * * ο (AM μαρασμός, Μ και μαραμός) [μαραίνω] 1. βαθμιαία εξασθένηση τών σωματικών, πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων από γηρατειά 2. (σχετικά με φυτό) η απώλεια τής θαλερότητας … Dictionary of Greek
μαρασμός — ο 1. η εξασθένηση των σωματικών δυνάμεων. 2. μτφ., η κατάπτωση, η παρακμή: Ο μαρασμός της επαρχίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαρασμοῖς — μαρασμός withering masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμοί — μαρασμός withering masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμοῦ — μαρασμός withering masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμούς — μαρασμός withering masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμῶν — μαρασμός withering masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμῷ — μαρασμός withering masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμόν — μαρασμός withering masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Marasmus — Not to be confused with Marasmius. Marasmus Classification and external resources Child suffering with Marasmus in India ICD 10 E … Wikipedia