-
1 soldurma
μαρασμός, κάτσιασμα -
2 маразм
маразмм мед., перен ὁ μαρασμός:старческий \маразм ὁ γεροντικός μαρασμός. -
3 маразм
-а α.1. μαρασμός•старческий маразм ο γεροντικός μαρασμός.
2. μτφ. παρακμή, αποσύνθεση. -
4 маразм
мед. о μαρασμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > маразм
-
5 увядание
η μάρανση, ο μαρασμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > увядание
-
6 прозябанне
прозяба||ннес ἡ ἄσκοπη ζωή, ὁ μαρασμός, ἡ φυτοζωΐα. -
7 увядание
увяда||ниес ἡ μάρανση [-ις], τό μάρα-μα/ ἡ ἀπάνθηση (тк. растений)! τό μα-ράζωμα, ὁ μαρασμός (тк. человека). -
8 маразм
[μαράζμ] ουσ. α μαρασμός -
9 маразм
[μαράζμ] ουσ α μαρασμός -
10 безвременье
-я ουδ.παλ. χρόνια δίσεκτα, δύσκολα χρόνια, χαλεποί καιροί. || μαρασμός, καιροί κοινωνικής και πολιτιστικής στασιμότητας. -
11 блеклость
-и θ.μαρασμός• ξεθώριασμα, ξέβαμμα. -
12 деградация
-и θ.1. παρακμή, μαρασμός•искусства παρακμή της Τέχνης.
2. εξασθένιση, εξάντληση•деградация почв εξασθένιση των εδαφών.
-
13 депрессия
-и θ.καταπίεση ιψυχική, κατάθλιψη, μελαγχολία.(οικον.) μαρασμός, παρακμή. -
14 дряблость
-и θ.στεγνότητα, μαρασμός, μη θαλερότητα. -
15 застой
-я α.στάση, σταμάτημα, στασιμότητα, ακινησία•застой крови αιμοστασία, αιμάοταση.
|| μτφ. μαρασμός. -
16 мертвечина
-ы θ.1. αθρσ. τα ψοφίμια.2. μτφ. ηθικός και πνευματικός ξεπεσμός, μαρασμός• νέκρα, νεκρωμάρα. -
17 упадок
-дка α.1. πέσιμο, πτώση, κατάπτωση•упадок духа πτώση του ηθικού•
упадок сил κατάπτωση των δυνάμεων.
|| παρακμή • μαρασμός • αποσύνθεση (κυρίως για κοινωνία).2. (διαλκ.) βλ. падж. -
18 упадочность
-и θ.παρακμή, μαρασμός. -
19 чахлость
-и θ.1. (για βλάστηση) γλισχρότητα, πενιχρότητα• μαρασμός.2. ισχνότητα, καχεξία. -
20 kartlaşma
γήρανση, μαρασμός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μαρασμός — withering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμός — Βαριά μορφή υποσιτισμού. Παρουσιάζεται κυρίως σε περιπτώσεις λιμού. * * * ο (AM μαρασμός, Μ και μαραμός) [μαραίνω] 1. βαθμιαία εξασθένηση τών σωματικών, πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων από γηρατειά 2. (σχετικά με φυτό) η απώλεια τής θαλερότητας … Dictionary of Greek
μαρασμός — ο 1. η εξασθένηση των σωματικών δυνάμεων. 2. μτφ., η κατάπτωση, η παρακμή: Ο μαρασμός της επαρχίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαρασμοῖς — μαρασμός withering masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμοί — μαρασμός withering masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμοῦ — μαρασμός withering masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμούς — μαρασμός withering masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμῶν — μαρασμός withering masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμῷ — μαρασμός withering masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμόν — μαρασμός withering masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Marasmus — Not to be confused with Marasmius. Marasmus Classification and external resources Child suffering with Marasmus in India ICD 10 E … Wikipedia