Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μαντική

  • 1 μαντικη

         (sc. τέχνη) Her., Plat., Trag. = μαντευτική См. μαντευτικη

    Древнегреческо-русский словарь > μαντικη

  • 2 μαντική

    η искусство предсказывания, прорицания, гадания; умение предсказывать, прорицать, гадать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μαντική

  • 3 ενθεος

         ἔνθεος
        2
        1) (бого)вдохновенный
        

    (μαντική Plat.; Σίβυλλαι Arst.; φιλία Plat.)

        τέχναι ἔνθεοι Aesch. = μαντική;
        γυναῖκες ἔνθεοι Soph. = βάκχαι, μαινάδες или θυιάδες

        2) воодушевленный
        ἔ. Ἄρει Aesch. — одержимый Ареем, т.е. воинственный;
        ἔ. πρὸς ἀρετήν Plat.воспламененный любовью к добродетели

    Древнегреческо-русский словарь > ενθεος

  • 4 αστρομαντικη

        ἥ (sc. τέχνη) гадание по звездам, астрология Diod., Sext.

    Древнегреческо-русский словарь > αστρομαντικη

  • 5 αφανης

        2
        1) невидимый, незримый
        

    (Τάρταρος Pind.; θεός Soph.; πόλος Arst.)

        2) скрытый, спрятанный
        

    (ξιφίδιον Thuc.)

        3) тайный, секретный
        

    (νεῦμα Thuc.; βούλευμα Plut.)

        ἐν ἀφανεῖ Thuc., Plat. и ἐκ τοῦ ἀφανοῦς Thuc. — тайно, втайне;
        μαντικῇ χρώμενος οὐκ ἀ. ἦν Xen. — было известно, что он прибегал к колдовству

        4) таинственный, неведомый, неизвестный
        

    (νόσος Her.)

        οὐκ ἀφανῆ κρινεῖτε τέν δίκην τήνδε Thuc. — не думайте, что это осуждение останется неизвестным

        5) смутный, неясный
        

    (λόγος Soph.; ἐλπίς Thuc.)

        6) исчезнувший, пропавший
        

    (ὅ ἥλιος ἐκλιπὼν ἀ. ἦν Her.; ὄνομα γᾶς ἀφανὲς εἶσιν Eur.)

        οἱ ἀφανεῖς Thuc.пропавшие без вести

        7) незаметный, безвестный
        

    (ἀ. καὴ ταπεινός Dem.)

        8) ( об имуществе) обращенный в деньги, наличный
        

    (πλοῦτος Arph., Men.)

        ἀφανῆ καταστῆσαι τέν οὐσάν Lys.обратить имущество в деньги

    Древнегреческо-русский словарь > αφανης

  • 6 εμφυτος

        2
        1) природный, естественный
        

    (θερμότης Arst.)

        2) прирожденный, врожденный
        

    (ἀρετή Plat.; ὄρεξις Arst.; πικρία καὴ δυσμένεια Plut.)

        πατρὸς ἔμφυτον ἄλαστον αἷμα Soph. — написанное на роду проклятье отцеубийства;
        ἔ. μαντική Her.дар прорицания

    Древнегреческо-русский словарь > εμφυτος

  • 7 πολυτιμητος

        2 и 3
         (ῑ)
        1) глубокопочитаемый, высокочтимый
        

    (θεοί, Αἰσχύλος Arph.; μαντική Plut.)

        2) высоко ценящийся, дорогой
        

    (σῖτος Arph.; χώρα Plut.)

    Древнегреческо-русский словарь > πολυτιμητος

  • 8 προσκειμαι

        ион. тж. προσκέομαι
        1) находиться (при или на чем-л.), прилегать, примыкать
        

    οὔατα δ΄ οὔπω προσέκειτο Hom. — ручки еще не были приделаны (к треножникам);

        αἱ δοκοὴ τῷ τείχει προσκείμεναι Thuc. — сложенные у стены балки;
        τῷ ἀκρωτηρίῳ π. Polyb. — прилегать к мысу;
        προσέκειτο τὸ καλὸν τῷ ἀγαθῷ Xen. — понятие красоты тесно связано с понятием блага;
        δεξιὸν ἀνεὴς ἵππον, εἶργε τὸν προσκείμενον Soph. — отпустив (вожжи) правого коня, (Орест) сдержал шедшего с внутренней стороны (ристалищного столба);
        π. χρηστῷ Soph. — наслаждаться благополучием;
        π. κακῷ Soph.попасть в беду

        2) налегать, напирать
        

    τῇ θύρᾳ π. Arph. — наваливаться на дверь;

        π. πύλαις Eur. — штурмовать ворота;
        προσκειμένων τῶν πολεμίων Plut. — так как враги напирали;
        προσκείμενος ἐδίδασκε τέν Δεκέλειαν τειχίζειν Thuc. (Алкивиад) настойчиво предлагал укрепить Декелию;
        ἀνάγκης προσκειμένης Plat. — под давлением необходимости;
        οἵ μ΄ ἀεὴ προσκείμενοι Eur. (мирмидоняне), вечно пристающие ко мне

        3) быть свойственным, присущим, быть уделом
        

    (προσκειμένη ζημία τινί Xen.; οὐδενί προσκέεται ἥ τέχνη μαντική Her.)

        4) быть возложенным, порученным
        

    τοῖσι προσεκέετο Her. (те), которым это было поручено

        5) быть (душевно) расположенным, быть склонным, приверженным, преданным
        

    (τινι Her.; τῷ δήμῳ Thuc.)

        τὸν Τισσαφέρνην θεραπεύων προσέκειτο Thuc. (Алкивиад) старался всячески угождать Тиссаферну;
        τῇ φιλοινίῃ π. Her. — быть приверженным пьянству;
        (ὅ λόγος), τῷ μάλιστα λεγομένῳ αὐτὸς πρόσκειμαι Her. — рассказ, которому я сам больше всего доверяю;
        ταῖς ναυσὴ π. Thuc. — деятельно заниматься мореходством;
        π. κυνηγίᾳ Plut. — предаваться охоте;
        Κύρῳ προσεκέετο ὅ Ἅρπαγος δῶρα πέμπων Her. — Гарпаг старался угодить Киру, посылая (ему) подарки

        6) присоединяться, прибавляться
        

    (ἀφῃρῆσθαι καὴ π. τινι Arst.)

        ἥ χάρις προσκείσεται Soph. (к награде) прибавится благодарность;
        ἄλγος ἄλγει προσκείμενον Eur. (новая) скорбь, присоединяющаяся к (старой) скорби;
        προσκείμενον κέρδος πρὸς ἔργῳ Eur.следующая за трудом награда

    Древнегреческо-русский словарь > προσκειμαι

См. также в других словарях:

  • μαντική — Η ικανότητα πρόβλεψης των μελλούμενων. Αποτέλεσε θεμελιώδη ενότητα για πολλές θρησκείες της αρχαιότητας, καθώς μέσω αυτής επιτυγχανόταν άμεση επαφή με τις θεότητες. Εμφανίζοντας κάποια σημεία ή μέσω του στόματος των μάντεων, οι θεοί… …   Dictionary of Greek

  • μαντική — η η τέχνη του μάντη, η ικανότητα να προβλέπει κανείς το μέλλον ή να εξηγεί το παρελθόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαντικῇ — μαντικός prophetic fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντική — μαντικός prophetic fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • МАНТИКА —    • Μαντική и Μάντις,          см. Divinatio, Дивинация …   Реальный словарь классических древностей

  • γεωμαντεία — Μαντική τεχνική που ασχολείται με την ερμηνεία ορατών σημείων στην επιφάνεια της Γης, είτε φυσικών (ρήγματα, σχισμές) είτε τεχνητών που τα δημιουργεί ο ερμηνευτής τους (γραμμές, σημεία, σχήματα σχεδιασμένα στην τύχη). Και στη μία και στην άλλη… …   Dictionary of Greek

  • λυχνομαντεία — Μαντική μέθοδος της αρχαιότητας, με τη χρήση λύχνων (βλ. λ. λύχνος). Ο μάντης υπνωτιζόταν παρακολουθώντας επίμονα το φως του λύχνου και στήριζε τον χρησμό του στον τρόπο με τον οποίο έκαιγε ο λύχνος. Συνήθως ο μάντης φορούσε ειδικά ρούχα, κόκκινα …   Dictionary of Greek

  • μαντικῆι — μαντικῇ , μαντικός prophetic fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμαντις — ἄμαντις, ι (Μ) [μάντις] 1. αυτός που δεν μαντεύει, δεν έχει μαντική ικανότητα 2. φρ. «ἄμαντις μαντική» μαντική που δεν είναι μαντική, δηλαδή ψεύτικη, παραπλανητική …   Dictionary of Greek

  • μαντείο — Ο τόπος όπου κατά την αρχαιότητα πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο θεός με τον άνθρωπο και εξέφραζε τη θέλησή του με χρησμό. Ο θεός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε μια πράξη του παρελθόντος, προειδοποιούσε για ένα μελλοντικό γεγονός ή συμβούλευε για την… …   Dictionary of Greek

  • μαντικός — ή, ό (AM μαντικός, ή, όν) [μάντης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάντη ή στη μαντεία, προφητικός (α. «μαντικὸν γένος» οι μάντεις, Σοφ. β. «φῆμαι μαντικαί» προφητικοί λόγοι, Σοφ. γ. «μαντικὴ ἐπίπνοια» προφητική έμπνευση, Πλάτ.) 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»