-
1 μαντικη
ἡ (sc. τέχνη) Her., Plat., Trag. = μαντευτική См. μαντευτικη -
2 μαντική
η искусство предсказывания, прорицания, гадания; умение предсказывать, прорицать, гадать -
3 ενθεος
21) (бого)вдохновенный(μαντική Plat.; Σίβυλλαι Arst.; φιλία Plat.)
τέχναι ἔνθεοι Aesch. = μαντική;γυναῖκες ἔνθεοι Soph. = βάκχαι, μαινάδες или θυιάδες2) воодушевленный(ὑπὸ τοῦ ἔρωτος Plat.)
ἔ. Ἄρει Aesch. — одержимый Ареем, т.е. воинственный;ἔ. πρὸς ἀρετήν Plat. — воспламененный любовью к добродетели -
4 αστρομαντικη
-
5 αφανης
21) невидимый, незримый(Τάρταρος Pind.; θεός Soph.; πόλος Arst.)
2) скрытый, спрятанный(ξιφίδιον Thuc.)
3) тайный, секретный(νεῦμα Thuc.; βούλευμα Plut.)
ἐν ἀφανεῖ Thuc., Plat. и ἐκ τοῦ ἀφανοῦς Thuc. — тайно, втайне;μαντικῇ χρώμενος οὐκ ἀ. ἦν Xen. — было известно, что он прибегал к колдовству4) таинственный, неведомый, неизвестный(νόσος Her.)
οὐκ ἀφανῆ κρινεῖτε τέν δίκην τήνδε Thuc. — не думайте, что это осуждение останется неизвестным5) смутный, неясный(λόγος Soph.; ἐλπίς Thuc.)
6) исчезнувший, пропавший(ὅ ἥλιος ἐκλιπὼν ἀ. ἦν Her.; ὄνομα γᾶς ἀφανὲς εἶσιν Eur.)
οἱ ἀφανεῖς Thuc. — пропавшие без вести7) незаметный, безвестный(ἀ. καὴ ταπεινός Dem.)
8) ( об имуществе) обращенный в деньги, наличный(πλοῦτος Arph., Men.)
ἀφανῆ καταστῆσαι τέν οὐσάν Lys. — обратить имущество в деньги -
6 εμφυτος
21) природный, естественный(θερμότης Arst.)
2) прирожденный, врожденный(ἀρετή Plat.; ὄρεξις Arst.; πικρία καὴ δυσμένεια Plut.)
πατρὸς ἔμφυτον ἄλαστον αἷμα Soph. — написанное на роду проклятье отцеубийства;ἔ. μαντική Her. — дар прорицания -
7 πολυτιμητος
2 и 31) глубокопочитаемый, высокочтимый(θεοί, Αἰσχύλος Arph.; μαντική Plut.)
2) высоко ценящийся, дорогой(σῖτος Arph.; χώρα Plut.)
-
8 προσκειμαι
ион. тж. προσκέομαι1) находиться (при или на чем-л.), прилегать, примыкатьοὔατα δ΄ οὔπω προσέκειτο Hom. — ручки еще не были приделаны (к треножникам);
αἱ δοκοὴ τῷ τείχει προσκείμεναι Thuc. — сложенные у стены балки;τῷ ἀκρωτηρίῳ π. Polyb. — прилегать к мысу;προσέκειτο τὸ καλὸν τῷ ἀγαθῷ Xen. — понятие красоты тесно связано с понятием блага;δεξιὸν ἀνεὴς ἵππον, εἶργε τὸν προσκείμενον Soph. — отпустив (вожжи) правого коня, (Орест) сдержал шедшего с внутренней стороны (ристалищного столба);π. χρηστῷ Soph. — наслаждаться благополучием;π. κακῷ Soph. — попасть в беду2) налегать, напиратьτῇ θύρᾳ π. Arph. — наваливаться на дверь;
π. πύλαις Eur. — штурмовать ворота;προσκειμένων τῶν πολεμίων Plut. — так как враги напирали;προσκείμενος ἐδίδασκε τέν Δεκέλειαν τειχίζειν Thuc. — (Алкивиад) настойчиво предлагал укрепить Декелию;ἀνάγκης προσκειμένης Plat. — под давлением необходимости;οἵ μ΄ ἀεὴ προσκείμενοι Eur. — (мирмидоняне), вечно пристающие ко мне3) быть свойственным, присущим, быть уделом(προσκειμένη ζημία τινί Xen.; οὐδενί προσκέεται ἥ τέχνη μαντική Her.)
4) быть возложенным, порученнымτοῖσι προσεκέετο Her. — (те), которым это было поручено
5) быть (душевно) расположенным, быть склонным, приверженным, преданным(τινι Her.; τῷ δήμῳ Thuc.)
τὸν Τισσαφέρνην θεραπεύων προσέκειτο Thuc. — (Алкивиад) старался всячески угождать Тиссаферну;τῇ φιλοινίῃ π. Her. — быть приверженным пьянству;(ὅ λόγος), τῷ μάλιστα λεγομένῳ αὐτὸς πρόσκειμαι Her. — рассказ, которому я сам больше всего доверяю;ταῖς ναυσὴ π. Thuc. — деятельно заниматься мореходством;π. κυνηγίᾳ Plut. — предаваться охоте;Κύρῳ προσεκέετο ὅ Ἅρπαγος δῶρα πέμπων Her. — Гарпаг старался угодить Киру, посылая (ему) подарки6) присоединяться, прибавляться(ἀφῃρῆσθαι καὴ π. τινι Arst.)
ἥ χάρις προσκείσεται Soph. — (к награде) прибавится благодарность;ἄλγος ἄλγει προσκείμενον Eur. — (новая) скорбь, присоединяющаяся к (старой) скорби;προσκείμενον κέρδος πρὸς ἔργῳ Eur. — следующая за трудом награда
См. также в других словарях:
μαντική — Η ικανότητα πρόβλεψης των μελλούμενων. Αποτέλεσε θεμελιώδη ενότητα για πολλές θρησκείες της αρχαιότητας, καθώς μέσω αυτής επιτυγχανόταν άμεση επαφή με τις θεότητες. Εμφανίζοντας κάποια σημεία ή μέσω του στόματος των μάντεων, οι θεοί… … Dictionary of Greek
μαντική — η η τέχνη του μάντη, η ικανότητα να προβλέπει κανείς το μέλλον ή να εξηγεί το παρελθόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαντικῇ — μαντικός prophetic fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντική — μαντικός prophetic fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
МАНТИКА — • Μαντική и Μάντις, см. Divinatio, Дивинация … Реальный словарь классических древностей
γεωμαντεία — Μαντική τεχνική που ασχολείται με την ερμηνεία ορατών σημείων στην επιφάνεια της Γης, είτε φυσικών (ρήγματα, σχισμές) είτε τεχνητών που τα δημιουργεί ο ερμηνευτής τους (γραμμές, σημεία, σχήματα σχεδιασμένα στην τύχη). Και στη μία και στην άλλη… … Dictionary of Greek
λυχνομαντεία — Μαντική μέθοδος της αρχαιότητας, με τη χρήση λύχνων (βλ. λ. λύχνος). Ο μάντης υπνωτιζόταν παρακολουθώντας επίμονα το φως του λύχνου και στήριζε τον χρησμό του στον τρόπο με τον οποίο έκαιγε ο λύχνος. Συνήθως ο μάντης φορούσε ειδικά ρούχα, κόκκινα … Dictionary of Greek
μαντικῆι — μαντικῇ , μαντικός prophetic fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμαντις — ἄμαντις, ι (Μ) [μάντις] 1. αυτός που δεν μαντεύει, δεν έχει μαντική ικανότητα 2. φρ. «ἄμαντις μαντική» μαντική που δεν είναι μαντική, δηλαδή ψεύτικη, παραπλανητική … Dictionary of Greek
μαντείο — Ο τόπος όπου κατά την αρχαιότητα πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο θεός με τον άνθρωπο και εξέφραζε τη θέλησή του με χρησμό. Ο θεός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε μια πράξη του παρελθόντος, προειδοποιούσε για ένα μελλοντικό γεγονός ή συμβούλευε για την… … Dictionary of Greek
μαντικός — ή, ό (AM μαντικός, ή, όν) [μάντης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάντη ή στη μαντεία, προφητικός (α. «μαντικὸν γένος» οι μάντεις, Σοφ. β. «φῆμαι μαντικαί» προφητικοί λόγοι, Σοφ. γ. «μαντικὴ ἐπίπνοια» προφητική έμπνευση, Πλάτ.) 2. φρ.… … Dictionary of Greek