Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μαντευτικη

См. также в других словарях:

  • θυοσκοπία — θυοσκοπία, ἡ (Α) [θυοσκόπος] (η λ. έχει χρησιμοποιηθεί ως ετυμολ. τού Θοῡσκος, στον Ιω. Λυδό) η μαντευτική που γίνεται με την παρατήρηση και μελέτη τών εντοσθίων τών θυμάτων, η ιεροσκοπία …   Dictionary of Greek

  • προπόλευμα — εύματος, τὸ, Α [προπολεύω] (ποιητ. τ.) 1. υπηρεσία 2. φρ. «προπόλευμα δάφνης» η ιερή χρήση ή η μαντευτική δύναμη τής δάφνης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»