-
1 μαντευτικη
ἡ (sc. τέχνη) искусство прорицания, пророческий дар Plut. -
2 μαντικη
ἡ (sc. τέχνη) Her., Plat., Trag. = μαντευτική См. μαντευτικη -
3 μαντοσυνη
См. также в других словарях:
θυοσκοπία — θυοσκοπία, ἡ (Α) [θυοσκόπος] (η λ. έχει χρησιμοποιηθεί ως ετυμολ. τού Θοῡσκος, στον Ιω. Λυδό) η μαντευτική που γίνεται με την παρατήρηση και μελέτη τών εντοσθίων τών θυμάτων, η ιεροσκοπία … Dictionary of Greek
προπόλευμα — εύματος, τὸ, Α [προπολεύω] (ποιητ. τ.) 1. υπηρεσία 2. φρ. «προπόλευμα δάφνης» η ιερή χρήση ή η μαντευτική δύναμη τής δάφνης … Dictionary of Greek