-
1 μανιάκιον
μανιάκιονnecklace: neut nom /voc /acc sg -
2 μανιακίου
μανιάκιονnecklace: neut gen sg -
3 μανιάκια
μανιάκιονnecklace: neut nom /voc /acc pl -
4 μανάκιν
μανάκιν, τό,A = μανιάκιον, necklace, POxy.114.8 (ii/iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μανάκιν
-
5 μάννος
См. также в других словарях:
μανιάκιον — μανιάκιον, τὸ (AM, και Μ μανάκι[ο]ν) [μανιάκης] ο μανιακής* μσν. κόσμημα που φορούσαν γύρω από τον λαιμό ορισμένοι βαθμούχοι τής ιεραρχίας τής βυζαντινής αυλής, περιδέραιο, περιαυχένιο … Dictionary of Greek
μανιάκιον — necklace neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιακίου — μανιάκιον necklace neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιάκια — μανιάκιον necklace neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανάκι(ο)ν — μανάκι(ο)ν, τὸ (Α) βλ. μανιάκιον … Dictionary of Greek