Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μανιάκιον

См. также в других словарях:

  • μανιάκιον — μανιάκιον, τὸ (AM, και Μ μανάκι[ο]ν) [μανιάκης] ο μανιακής* μσν. κόσμημα που φορούσαν γύρω από τον λαιμό ορισμένοι βαθμούχοι τής ιεραρχίας τής βυζαντινής αυλής, περιδέραιο, περιαυχένιο …   Dictionary of Greek

  • μανιάκιον — necklace neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανιακίου — μανιάκιον necklace neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανιάκια — μανιάκιον necklace neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανάκι(ο)ν — μανάκι(ο)ν, τὸ (Α) βλ. μανιάκιον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»