-
1 μανδραγορίτις
-
2 μανδραγορῖτις
См. также в других словарях:
μανδραγορίτις — μανδραγορῑτις, ἡ (Α) [μανδραγόρας] (κατά τον Ησύχ.) προσωνυμία τής Αφροδίτης … Dictionary of Greek
μανδραγορῖτις — flavoured with mandrake fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)