-
1 μανδραγοριζομένη
-
2 μανδραγοριζομένῃ
-
3 μανδραγοριζομένη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μανδραγοριζομένη
См. также в других словарях:
μανδραγοριζομένη — μανδραγοριζομένη, ἡ (Α) πιθ. αυτή που ήπιε μανδραγόρα 2. ως κύριο όν. Μανδραγοριζομένη τίτλος έργου τού κωμικοῡ Αλέξιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανδραγόρας μέσω ενός αμάρτυρου *μανδραγορίζω] … Dictionary of Greek
μανδραγοριζομένῃ — μανδραγοριζομένη the mandrake drugged fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)