-
1 μαλακια
I.ион. μᾰλᾰκίη ἥ1) изнеженность, расслабленность, безволие(Μήδων Xen.; ψυχῆς Plat.)
2) мягкость(μ. καὴ ἡμερότης Plat.)
3) слабость, недуг(πᾶσα νόσος καὴ πᾶσα μ. NT.)
II.τά (sc. ζῷα) моллюски Arst. -
2 μαλακία
{сущ., 3}немощь, слабость, недуг.Ссылки: Мф. 4:23; 9:35; 10:1. LXX: 2483 (ילִחֳ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μαλακία
-
3 μαλακία
{сущ., 3}немощь, слабость, недуг.Ссылки: Мф. 4:23; 9:35; 10:1. LXX: 2483 (ילִחֳ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μαλακία
-
4 μαλακία
η онанизм -
5 μαλακία
немощь, слабость, недуг; LXX: (חֳלִי).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μαλακία
-
6 μαλακία
[малакиа] ουσ θ онанизм. -
7 μαλακιη
-
8 αμελεια
ἥ тж. pl. беззаботность, небрежность, нерадение, равнодушие(μαλακία ἢ ἀ. Thuc.)
τεθνάνα ἀμελεία Thuc. — умереть от отсутствия ухода -
9 διαπτυσσω
атт. διαπτύττω1) рассекать, разрубать(τὸ κράνος Diod.)
2) разворачивать, развертывать3) раскрывать, обнаруживать(τὸ πρᾶγμα Eur.; τὸν ἔρωτα Plut.)
διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοί Soph. — будучи разоблачены, (лжемудрецы) оказались бессодержательными4) складывать, сворачивать -
10 δυσριγος
-
11 εκλυσις
- εως ἥ1) освобождение, избавление(τινος Trag., Theocr., Anth.)
αἵματος ἔ. Plut. — кровотечение2) расслабленность, изнеможение, бессилие, упадок(πόλεως ἔ. καὴ μαλακία Dem.; ἔ. καὴ ἀδυναμία ἐκ τῶν ἀφροδισιασμῶν Arst.)
-
12 θρυπτω
(fut. θρύψω; pass.: fut. θρυφθήσομαι, aor. 1 ἐθρύφθην, aor. 2 ἐθρύβην, pf. τέθρυμμαι)1) сокрушать, разбивать, размельчать, дробитьθρύπτεται κερματιζόμενον πᾶν τὸ ὄν Plat. — все сущее делится и дробится;
τὸ θρυφθῆναι τοῦ ἀέρος Arst. — рассеивание (разрежение) воздуха2) разрыхлять, рыть(Νεῖλος ἀναβλύζων βώλακα θρύπτει Theocr.; πέτρα θρυπτομένα Anth.)
3) (об обычаях и т.п.) ломать, нарушать(τι ἀνοήτως Plat.)
4) надламывать, расслаблять, расстраивать, портить(μαλακίᾳ θρύπτεσθαι Xen.)
θρύπτεται ἥ ὄψις Plut. — зрение слабеет;ὄμμα θρυπτόμενον Anth. — томный взор;ἁπαλός τε καὴ τεθρυμμένος Luc. — крайне изнеженный, развращенный5) med.-pass. ломаться, жеманиться, притворятьсяἐπεθύμει μὲν λέγειν, ἐθρύπτετο δέ Plat. — говорить-то он хотел, да жеманился;
ἢ μεγάλως εὐδαιμονήσω ἢ ἐγὼ θρύψομαι Arph. — если я не назову себя необыкновенно счастливым, это значило бы привередничать;τοῦ Καίσαρος θρυπτομένου καὴ διακλίνοντος Plut. — когда Цезарь притворно отклонил (корону)6) pass. напускать на себя важный вид, чваниться(χρυσῷ καὴ ἁλουργίδι Anth.; πρός τινα Plut., Luc.)
-
13 μαλάκισμα
το см. μαλακία -
14 3119
{сущ., 3}немощь, слабость, недуг.Ссылки: Мф. 4:23; 9:35; 10:1. LXX: 2483 (ילִחֳ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3119
См. также в других словарях:
μαλακία — μαλακίᾱ , μαλακία softness fem nom/voc/acc dual μαλακίᾱ , μαλακία softness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μαλακίᾱ , μαλακιάω become soft pres imperat act 2nd sg μαλακίᾱ , μαλακιάω become soft imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλάκια — cephalopod mollusca neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακίᾳ — μαλακίαι , μαλακία softness fem nom/voc pl μαλακίᾱͅ , μαλακία softness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλάκια — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… … Dictionary of Greek
μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… … Dictionary of Greek
μαλάκια — τα (ζωολ.), υδρόβια πρωτόζωα που έχουν σώμα μαλακό χωρίς σκελετό και αρθρώσεις και ορισμένα έχουν κέλυφος (μύδια, σουπιές, καλαμάρια κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαλακία — η 1. ο αυνανισμός. 2. μαλθακότητα, πνευματική αδυναμία, ηλιθιότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κερατο(ειδο)μαλακία — η ιατρ. μαλάκυνση τού κερατοειδούς χιτώνα τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratomalacia < kerato (πρβλ. κέρας, τος) + malacia (πρβλ. μαλακία] … Dictionary of Greek
μαλακίας — μαλακίᾱς , μαλακία softness fem acc pl μαλακίᾱς , μαλακία softness fem gen sg (attic doric aeolic) μαλακίᾱς , μαλακιάω become soft imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακίαν — μαλακίᾱν , μαλακία softness fem acc sg (attic doric aeolic) μαλακίᾱν , μαλακιάω become soft imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μαλακίᾱν , μαλακιάω become soft imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακίαι — μαλακία softness fem nom/voc pl μαλακίᾱͅ , μαλακία softness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)