-
1 μαλώνω
[малоно] ρ (μφ.) бранить, делать выговор, отчитывать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μαλώνω
-
2 ругать
ругать μαλώνω, επιπλήττω \ругаться 1) βρίζω 2) (с кем-л.) τσακώνομαι, μαλώνω* * *μαλώνω, επιπλήττω -
3 заругать
ρ.σ.μ.1. (απλ.) βρίζω, μαλώνω άσχημα.2. αρχίζω να βρίζω, να μαλώνω.αρχίζω να μαλώνω, να βρίζω. -
4 поругать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поруганный, βρ: -ган, -а, -оρ.σ.μ.1. βλ. ругать (1 σημ.).2. επιτιμώ, επιπλήττω, μαλώνω.μαλώνω (με κάποιον). || μαλώνω (για ένα χρον. διάστημα). -
5 бранить
-
6 драться
-
7 ссориться
-
8 бранить
-ню, -нишь, ρ.δ.μ.μαλώνω, επιτιμώ, επιπλήττω• βρίζω•отец -ил детей за шалости ο πατέρας μάλωνε τα παιδιά για τις αταξίες.
μαλώνω• βρίζω•он -ится как извозчик αυτός βρίζει, σαν αμαξάς.
|| αλληλοβρίζομαι. -
9 забранить
-
10 лаять
-
11 наворчать
-
12 переругать
ρ.σ.μ. μαλώνω (όλους, πολλούς)•хозяин -ал всех слуг ο αφέντης μάλωσε όλους τους υπηρέτες.
μαλώνω με όλους μαλώνομε ο ένας με τον άλλον. -
13 побранивать
ρ.δ. μαλώνω, επιπλήττω, βρίζω πότε-πότε ή λίγο.μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι πότε—πότε ή λίγο. -
14 разбранить
ρ.σ.μ. μαλώνω γερά, επιπλήττω δριμύτατα, κατσαδιάζω, βάζω πόστα.αρχίζω να μαλώνω, να επιπλήττω γερά κλπ. ρ. ενεργ. φ., ψάλλω τον αναβαλλόμενο, τον εξάψαλμο. -
15 разругать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разруганный, βρ: -ган, -а, -оμαλώνω γερά, επιπλήττω δριμύτατα, κατσαδιάζω, βάζω πόστα,μαλώνω, ερίζω, φιλονικώ, έρχομαι σε διένεξη, σε προστριβές• τα τσουγκρίζω. -
16 ругаться
1) βρίζω2) (с кем-л.) τσακώνομαι, μαλώνω -
17 бранить
бранитьнесов μαλώνω, ἐπιπλήττω, ἐπιτιμώ/ ἀποπαίρνω (выговаривать)/ βρίζω, ὑβρίζω (ругать). -
18 грызться
грызть||ся1. (о собаках) τρώγομαι·2. (ссориться) разг ψαγώνομαι, φιλον(ε)ικῶ, τρώγομαι, μαλώνω. -
19 задавать
задаватьнесов1. (поручить выполнить) δίνω, βάζω, ἀναθέτω:\задавать урок βάζω μάθημα· \задавать работу ἀναθέτω δουλειά·2. (причинять):\задавать страху кому́-л. φοβερίζω (или τρομάζω) κάποιον \задавать встрепку кому-л. βάζω κατσάδα, κατσαδιάζω κάποιον; μαλώνω κάποιον ◊ \задавать ко́рму δίνω ταγή, δίνω φορβήν \задавать загадку βάζω αίνιγμα· \задавать вопрос ὑποβάλλω ἐρώτημα· \задавать тон δίνω τόν τόνον. -
20 заспорить
заспоритьсов ἀρχίζω νά μαλώνω (άμετ.).
См. также в других словарях:
μαλώνω — μαλώνω, μάλωσα, μαλωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: μαλώνω : η μτχ. μαλωμένος σημαίνει κυρίως → αυτός που έχει μαλώσει (καβγαδίσει, φιλονικήσει) με κάποιον και όχι → αυτός που τον έχουν μαλώσει … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαλώνω — (Μ μαλώνω και μαλλώνω) 1. κάνω δριμείες παρατηρήσεις, επιπλήττω, επιτιμώ («μην τό μαλώνεις το παιδί κάθε τόσο») 2. διαπληκτίζομαι, φιλονικώ, καβγαδίζω («κάθε βράδι αυτό το ζευγάρι μαλώνει») 3. συμπλέκομαι, συγκρούομαι 4. πολεμώ 5. επιτίθεμαι… … Dictionary of Greek
μαλώνω — μάλωσα, μαλωμένος 1. μτβ., επιτιμώ κάποιον, επιπλήττω κάποιον: Ο δάσκαλος τους μάλωσε γιατί δεν πρόσεχαν στο μάθημα. 2. αμτβ., φιλονικώ, λογομαχώ, καβγαδίζω: Χώρισαν γιατί μάλωναν συνέχεια. 3. (συνεκδοχ.), διακόπτω τις σχέσεις με κάποιον ύστερα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω … Dictionary of Greek
μαλιά — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.722 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού Ηρακλείου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Αρχαιολογικός χώρος και μνημεία. Σε απόσταση τριών περίπου… … Dictionary of Greek
ακροβολίζομαι — (Α ἀκροβολίζομαι) [ἀκρόβολος] νεοελλ. (Στρατ.) 1. αναπτύσσομαι σε αραιή τάξη ή φάλαγγα (βλ. ακροβολισμός) 2. ανταλλάσσω με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς προτού εμπλακώ σε κανονική μάχη, αψιμαχώ αρχ. 1. μάχομαι από μακριά,… … Dictionary of Greek
αλληλοσκοτώνομαι — 1. χτυπιέμαι θανάσιμα από κάποιον και ταυτόχρονα τόν χτυπώ και εγώ, αλληλοφονεύομαι 2. (για ομάδες) έρχομαι σε ένοπλη ρήξη 3. (για άτομα) συμπλέκομαι με άλλον ή άλλους, τσακώνομαι, μαλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + σκοτώνω ( ομαι). ΠΑΡ. νεοελλ.… … Dictionary of Greek
αμάλωτος — η, ο [μαλώνω] 1. αυτός που δεν τόν μάλωσαν, δεν τόν επέπληξαν 2. αυτός που δεν φιλονίκησε με άλλον … Dictionary of Greek
αναλέγω — (Α ἀναλέγω, Μ ἀναλέγομαι) [λέγω (ΙΙ)] μσν. νεοελλ. εκλέγω, διαλέγω νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. τυλίγω, περιτυλίγω 2. μαλώνω, επιπλήττω 3. διανύω, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, τρέχω ΙΙ. μέσ. 1. διηγούμαι, εξιστορώ 2. αναλογίζομαι, σκέφτομαι 3. αισθάνομαι τάση… … Dictionary of Greek
διαπληκτίζομαι — (Α διαπληκτίζομαι) [πληκτίζομαι] 1. μαλώνω, αλληλοδέρνομαι 2. φιλονικώ, αλληλοβρίζομαι … Dictionary of Greek
διαφιλονικώ — ( έω) (ΑΝ) (επιτατ. τού φίλονικώ) 1. μαλώνω για την κατοχή ενός πράγματος, αμφισβητώ, διεκδικώ 2. διαγωνίζομαι, αμιλλώμαι νεοελλ. (μτχ.) διαφιλονικούμενος ο αμφισβητούμενος, επίδικος … Dictionary of Greek