-
1 μαλθακοφωνος
-
2 μαλθακόφωνος
μαλθᾰκόφωνος, -ον1 soft voicedμαλθακόφωνοι ἀοιδαί I. 2.8
-
3 μαλθακόφωνος
μαλθᾰκόφωνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλθακόφωνος
-
4 μαλθακόφωνοι
μαλθακόφωνοςsoft-voiced: masc /fem nom /voc pl -
5 ἀοιδή
ἀοιδή (ἀείδω), ἡ, zsgzgn ᾠδή (w. m. s.), das Singen; ἀοιδῆς ὕμνος Hom. Od. 8, 429; die Gesangskunst, ὡς ἄρα τοι πρόφρων ϑεὸς ὤπασε ϑέσπιν ἀοιδήν Od. 8, 498; die Handlung des Singens, οἱ δ' εἰς ὀρχηστύν τε καὶ ἱμερόεσσαν ἀοιδὴν τρεψάμενοι Od. 18, 304; Zeichen der Fröhlichkeit, Aesch. Ag. 951; das Lied, welches gesungen wird, Iliad. 24, 721 Od. 1, 328; bes. Pind., ἀγάφϑεγκτος, γλυκεῖα, ϑεόμορος, ἱμερτός, μαλϑακός, μαλϑακόφωνος, μελίγδουπος, μελίκομπος, μελίφϑογγος; der Gegenstand des Liedes, von Klytämnestra στυγερὴ δέ τ' ἀοιδὴ ἔσσετ' ἐπ' ἀνϑρώπους Od. 24, 200; dgl. 8, 580; übh. Sage, Gerücht.
См. также в других словарях:
μαλθακόφωνος — μαλθακόφωνος, ον (Α) αυτός που έχει γλυκιά φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλθακός + φωνή] … Dictionary of Greek
μαλθακόφωνοι — μαλθακόφωνος soft voiced masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακός — ή, ό (AM μαλθακός, ή, όν, Α αιολ. τ. αρσ. μόλθακος) 1. μαλακός, απαλός, τρυφερός («μαλθακαὶ πλευραί», Πολυδ.) 2. άτολμος, λιγόψυχος νεοελλ. ασκληραγώγητος μσν. αρχ. κίναιδος αρχ. 1. αδύνατος, ασθενικός («καὶ τὸ ξίφος οὐ δύναμαι κατέχειν, ἀλλ ἤδη… … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek