-
61 μαλθακῆς
-
62 μαλθακήσι
-
63 μαλθακῇσι
-
64 μαλθακήσιν
-
65 μαλθακῇσιν
-
66 μαλθακαίς
-
67 μαλθακαῖς
-
68 μαλθακοίς
-
69 μαλθακοῖς
-
70 μαλθακοίσι
-
71 μαλθακοῖσι
-
72 μαλθακοίσιν
-
73 μαλθακοῖσιν
-
74 μαλθακού
-
75 μαλθακοῦ
-
76 μαλθακωτάτη
-
77 μαλθακωτάτῃ
-
78 μαλθακωτάτω
-
79 μαλθακωτάτῳ
-
80 μαλθακωτέρω
См. также в других словарях:
μαλθακός — soft masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακός — ή, ό (AM μαλθακός, ή, όν, Α αιολ. τ. αρσ. μόλθακος) 1. μαλακός, απαλός, τρυφερός («μαλθακαὶ πλευραί», Πολυδ.) 2. άτολμος, λιγόψυχος νεοελλ. ασκληραγώγητος μσν. αρχ. κίναιδος αρχ. 1. αδύνατος, ασθενικός («καὶ τὸ ξίφος οὐ δύναμαι κατέχειν, ἀλλ ἤδη… … Dictionary of Greek
μαλθακός — ή, ό 1. μαλακός, τρυφερός, απαλός. 2. μτφ., αποχαυνωμένος, καλομαθημένος: Είναι μαλθακός άντρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαλθακά — μαλθακός soft neut nom/voc/acc pl μαλθακά̱ , μαλθακός soft fem nom/voc/acc dual μαλθακά̱ , μαλθακός soft fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακώτερον — μαλθακός soft adverbial comp μαλθακός soft masc acc comp sg μαλθακός soft neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακωτέραις — μαλθακός soft fem dat comp pl μαλθακωτέρᾱͅς , μαλθακός soft fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακωτέρων — μαλθακός soft fem gen comp pl μαλθακός soft masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακῶν — μαλθακός soft fem gen pl μαλθακός soft masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακόν — μαλθακός soft masc acc sg μαλθακός soft neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακώτατα — μαλθακός soft adverbial superl μαλθακός soft neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακώτατον — μαλθακός soft masc acc superl sg μαλθακός soft neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)