-
1 μαλθακωτάτη
-
2 μαλθακωτάτῃ
См. также в других словарях:
μαλθακωτάτῃ — μαλθακός soft fem dat superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 μαλθακωτάτη
2 μαλθακωτάτῃ
μαλθακωτάτῃ — μαλθακός soft fem dat superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)