-
1 μαλακίζεσθαι
μαλακίζομαιto be softened: pres inf mp -
2 γνυπ-
γνυπ-, γνυπ(ε)τ-Grammatical information: v.Meaning: `be depressed' (Men.)Other forms: γνύπωνες στυγνοί, κατηφεῖς, ἄτολμοι, παρειμένοι. καὶ μαλακοί, ἀπὸ τοῦ εἰς γόνυ πεπτωκέναι H. with the verbal forms γνυπόντι (leg. γνυποῦντι) and from *γνυπόω: ἐγνυπωμένον ταλαίπωρον. κατηφές and ἐγνυπώθη τρυφᾳ̃. καὶ τὸ ἐναντίον H. and κατεγνυπωμένον (Plu. Mor. 753c), - μένως (Men. 857). With γνυπτ-: γνυπτεῖν ἀσθενεῖν. μαλακίζεσθαι H. and γνυπτῶν (cod. γνυων) νωθραίνων H. From *γνυπτόω: κατεγνυπτῶσθαι = κατεστυγνᾶσθαι (H. s.v. γνύπετοι). With anaptyctic vowel γνύπετοι ἐκτεταμένοι, δειλοί, ἄλλοι δε κατηφεῖς H. Here also γνυπεσόν ἀργόν, οἱ δε ἔκλυτον H. with τ\/σ.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γνυπ-
-
3 γνυπ(ε)τ-
γνυπ-, γνυπ(ε)τ-Grammatical information: v.Meaning: `be depressed' (Men.)Other forms: γνύπωνες στυγνοί, κατηφεῖς, ἄτολμοι, παρειμένοι. καὶ μαλακοί, ἀπὸ τοῦ εἰς γόνυ πεπτωκέναι H. with the verbal forms γνυπόντι (leg. γνυποῦντι) and from *γνυπόω: ἐγνυπωμένον ταλαίπωρον. κατηφές and ἐγνυπώθη τρυφᾳ̃. καὶ τὸ ἐναντίον H. and κατεγνυπωμένον (Plu. Mor. 753c), - μένως (Men. 857). With γνυπτ-: γνυπτεῖν ἀσθενεῖν. μαλακίζεσθαι H. and γνυπτῶν (cod. γνυων) νωθραίνων H. From *γνυπτόω: κατεγνυπτῶσθαι = κατεστυγνᾶσθαι (H. s.v. γνύπετοι). With anaptyctic vowel γνύπετοι ἐκτεταμένοι, δειλοί, ἄλλοι δε κατηφεῖς H. Here also γνυπεσόν ἀργόν, οἱ δε ἔκλυτον H. with τ\/σ.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γνυπ(ε)τ-
-
4 μαλακίζομαι
μαλακίζομαι (s. μαλακός) perf. mid.-pass. 3 sing. μεμαλάκισται; 1 aor. pass. ἐμαλακίσθην (usually w. a neg. connotation ‘be softened, be made effeminate, show cowardice’ Thu.+; SIG2 850, 24; PSI 420, 16 [III B.C.]; PPetr II, 19, 2, 6 [III B.C.]; Sb 158; LXX, Test12Patr; JosAs 29:9; Philo; Jos., Bell. 4, 43, Ant. 6, 365; 18, 205) to be in a weakened condition, be/become weak, discouraged, sick μαλακισθέντες ἀπὸ τῶν βιωτικῶν πραγμάτων weakened by the duties of everyday life Hv 3, 11, 3 (μαλακίζεσθαι ἀπό as TestGad 1:4 v.l.).—μεμαλάκισται διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν he was made to suffer for our misdeeds 1 Cl 16:5; cp. 5:2 (both Is 53:5).—DELG s.v. μαλακός. M-M. s.v. μαλακία.
См. также в других словарях:
μαλακίζεσθαι — μαλακίζομαι to be softened pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek
κατεγνυπωμένως — (Α) επίρρ. οκνηρά, με νωθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κατεγνυπωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. ενός αμάρτυρου *κατα γνυ πῶ / όω < κατ(α) * + * γνυπῶ < θ. γνυ , συγγενές τού γόνυ, με μηδενισμένη βαθμίδα. Πρβλ. τις γλώσσες τού Ησυχίου γνυπτεῖν ἀσθενεῖν,… … Dictionary of Greek