-
1 σύντονος
σύντονος, gespannt, angespannt, angestrengt, συντόνῳ χερὶ λύει τὸν αὑτῆς πέπλον, Soph. Trach. 919; συντόνοις δραμήμασιν, Eur. Bacch. 1089; daher kräftig, stark, in hohem Grade vorhanden, von Menschen, καὶ ἀνδρεῖος ὤν, Plat. Conv. 203 d; und bes. Leidenschaften, ὀργαί, Tim. Locr. 102 e; δείματα, 104 c; ἔρωτες, Legg. V, 734 a; συντο-νώτεραι Μουσῶν, Ggstz der μαλακώτεραι, Soph. 242 e; auch adv., συντόνως πρὸς τὸν ϑεὸν βλέπειν, Phaedr. 253 a; ζῆν, streng leben, Rep. X, 619 b; μοῠσα, im Ggstz von ἀνειμένη, Pratin. bei Ath. XIV, 624 f; πορεία, ein angestrengter Eilmarsch, Pol. 5, 47, 4, u. ähnlich ἐχρῆτο τῇ πορείᾳ συντόνως, 8, 28, 4; – übereinstimmend, σύντονα τοῖς σοῖς γράμμασιν, Eur. I. A. 118.
См. также в других словарях:
μαλακώτεραι — μαλακός soft fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύντονος — η, ο / σύντονος, ον, ΝΜΑ [συντείνω] επίμονος, συνεχής (α. «σύντονη καταδίωξη» β. «τοῡ χειμῶνος τοὺς περιπάτους καὶ τὰ λοιπὰ γυμνάσια συντονώτερα δεῑ ποιεῑσθαι», Διοκλ.) νεοελλ. έντονος, εντατικός (α. σύντονη προσοχή» β. «σύντονη προσπάθεια») αρχ … Dictionary of Greek