-
1 μαλακοστρακος
-
2 μαλακόστρακος
μαλακόστρακοςsoft-shelled: masc /fem nom sg -
3 μαλακόστρακος
μᾰλᾰκόστρᾰκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλακόστρακος
-
4 μαλακόστρακος
-
5 μαλακοστράκοις
μαλακόστρακοςsoft-shelled: masc /fem /neut dat pl -
6 μαλακοστράκων
μαλακόστρακοςsoft-shelled: masc /fem /neut gen pl -
7 μαλακόστρακα
μαλακόστρακοςsoft-shelled: neut nom /voc /acc pl -
8 μαλακόστρακοι
μαλακόστρακοςsoft-shelled: masc /fem nom /voc pl -
9 τρᾱχυ-όστρακος
τρᾱχυ-όστρακος, mit rauher, harter Schale, Arist. H. A. 4, 4 bei Ath. III, 88 a, Ggstz μαλακόστρακος.
-
10 κάραβος
II a prickly crustacean, crayfish, Epich.57, Ar.Fr.318.7, Gal.12.313, etc.: disted. from καρκίνος, Arist.PA 684a1, cf.HA 525b32, 590b20; μαλακόστρακος ib. 490b11, cf. Specus. ap. Ath.3.105b; an Eastern species, Nearch. ap. Arr. Ind.29.14.III a light ship, EM490.31.VI Maced., gate, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάραβος
См. также в других словарях:
μαλακόστρακος — soft shelled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακόστρακος — η, ο (Α μαλακόστρακος, ον) αυτός που έχει μαλακό ή εύθραυστο όστρακο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαλακόστρακα ζωολ.. υφομοταξία καρκινοειδών στην οποία ανήκουν μερικά από τα πιο εξελιγμένα ασπόνδυλα: ο αστακός, το καβούρι, η γαρίδα, καθώς… … Dictionary of Greek
μαλακοστράκοις — μαλακόστρακος soft shelled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακοστράκων — μαλακόστρακος soft shelled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακόστρακα — μαλακόστρακος soft shelled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακόστρακοι — μαλακόστρακος soft shelled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek
ՈՂՈՐԿԱՊԱՏԵԱՆ — ( ) NBH 2 0509 Chronological Sequence: Early classical ա. μαλακόστρακος molli testa tectus. Ոյր պատեան կամ խեցին է ողորկ, կամ մեղմ եւ կակուղ. ... *Միւս եւս ազգք (խեցեմորդաց) կոչին ողորկապատեանք. այսինքն կապք, եւ խեցգետինք. հանդերձ այլ եւս բազմօք՝ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)