Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μαλακόστρακος

См. также в других словарях:

  • μαλακόστρακος — soft shelled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακόστρακος — η, ο (Α μαλακόστρακος, ον) αυτός που έχει μαλακό ή εύθραυστο όστρακο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαλακόστρακα ζωολ.. υφομοταξία καρκινοειδών στην οποία ανήκουν μερικά από τα πιο εξελιγμένα ασπόνδυλα: ο αστακός, το καβούρι, η γαρίδα, καθώς… …   Dictionary of Greek

  • μαλακοστράκοις — μαλακόστρακος soft shelled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακοστράκων — μαλακόστρακος soft shelled masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακόστρακα — μαλακόστρακος soft shelled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακόστρακοι — μαλακόστρακος soft shelled masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… …   Dictionary of Greek

  • όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… …   Dictionary of Greek

  • ՈՂՈՐԿԱՊԱՏԵԱՆ — ( ) NBH 2 0509 Chronological Sequence: Early classical ա. μαλακόστρακος molli testa tectus. Ոյր պատեան կամ խեցին է ողորկ, կամ մեղմ եւ կակուղ. ... *Միւս եւս ազգք (խեցեմորդաց) կոչին ողորկապատեանք. այսինքն կապք, եւ խեցգետինք. հանդերձ այլ եւս բազմօք՝ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»