-
1 πτόρθος
πτόρθος, ὁ, Trieb, Schößling, junger Zweig, Ast; ἐκ πυκινῆς δ' ὕλης πτόρϑον κλάσε, Od. 6, 128; τροφαῖσιν ὥς τις πτόρϑος ηὐξόμην, Eur. Hec. 20; πτόρϑοισι δάφνης, Ion 103; μαλάχης, Ar. Plut. 544, ἐπὶ τοὺς πτόρϑους καὶ τοὺς νέους κλῶνας, Plat. Prot. 334 b; Folgde; ἁπαλός, Pol. 7, 1, 3.
См. также в других словарях:
μαλάχης — μαλάχη mallow fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγριομάλαχον — ἀγριομάλαχον, το (Μ) είδος μαλάχης, πιθ. η Malva silvestris. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μτγν. ουσ. ἀγριομαλάχη] … Dictionary of Greek
περιεσθίω — Α 1. τρώω ή δαγκώνω κάτι γύρω γύρω («περιεσθίων τὸ σκληρὸν τῆς μαλάχης φύλλον», Λουκιαν.) 2. φθείρω κάτι γύρω γύρω («διὰ τὸν χρόνον τοῡ ἰοῡ περιφαγόντος τὸ ἀσθενὲς τοῡ σιδήρου», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἐσθίω «τρώω»] … Dictionary of Greek