-
1 μαλάξοντας
μαλάσσωmake soft: fut part act masc acc pl -
2 μαλάσσω
a soften, quieten ἐπερχόμενον τε μαλάσσοντες βίαιον πόντον ὠκείας τ' ἀνέμων ῥιπάς (sc. Διόσκουροι: v. l. μαλάξοντας) *fr. 140c. 1*b met., reduce to silence, worstπαλαίφατον ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν Ἀριστοκλείδας τεὰν ἐμίανε κατ' αἶσαν ἐν περισθενεῖ μαλαχθεὶς παγκρατίου στόλῳ N. 3.16
См. также в других словарях:
μαλάξοντας — μαλάσσω make soft fut part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)