-
1 μακυνω
-
2 μηκυνω
дор. μᾱκύνω (ῡ) (fut. μηκῠνῶ)1) удлинять(τὰς ὁδούς Xen.; βίον Eur.)
; растягивать(τὸ μέτωπον τῆς τάξεως Xen.)
; увеличивать, pass. увеличиваться(βλαστάνειν καὴ μ. NT.)
2) затягивать(χρόνον Eur.; λόγον Her., Plut.; μηκύνεται ὅ πόλεμος Thuc.)
3) пространно говорить, быть многословным(ἵνα μέ ἀνκγκαζώμεθα μ. Plat.)
4) ( о голосе) поднимать, повышать(μηκύνων βοήν Soph.)
5) med. воздвигать(κολοσσόν Anth.)
См. также в других словарях:
μακύνω — (Α) (δωρ.τ.) βλ. μηκύνω … Dictionary of Greek
μηκύνω — (ΑΜ μηκύνω, Α δωρ. τ. μακύνω) [μήκος] μεγεθύνω κατά μήκος, μακραίνω, επιμηκύνω («τὸ μὲν γὰρ ἀναγκάζεσθαι περαιτέρω τοῡ μετρίου μηκύνειν τὰς ὁδοὺς χαλεπόν», Ξεν.) μσν. αρχ. μέσ. μηκύνομαι αυξάνομαι, μεγαλώνω αρχ. 1. αυξάνω τη χρονική διάρκεια… … Dictionary of Greek