-
1 μακραπόδοτος
μακρ-απόδοτος, ον,A = μακροαπόδοτος, Jo.Sic.in Rh.6.195 W.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακραπόδοτος
См. также в других словарях:
μακροαπόδοτος — και μακραπόδοτος, ον (Α) αυτός που έχει απομακρυσμένη την απόδοση (α. «μακροαπόδοτος λέξις», Φιλόπ: β. «μακροαπόδοτος σύνταξις», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ἀπόδοτος (< ἀποδίδω)] … Dictionary of Greek