-
1 μακρόβιος
A long-lived, Hp.Aër.4, Arist.Rh. 1361b33, Apollod.2.1.5; of plants, Thphr.HP4.13.1 (hence μακρόβιον, τό, -a)ei/zwon to\ mikro/n prob. cj. in Ps.-Dsc.4.89): [comp] Comp. - ώτερος Str.15.1.34, Arr.Ind.9.4: [comp] Sup. - ώτατος Hdt.3.114, Str.15.1.43; Αἰθίοπες οἱ μ., of a halfmythical, perh. Abyssinian, people, Hdt.3.23, Orph.A. 1107; αἱ M., nymphsat Rhodes, Hsch.II ([etym.] βιός) with a long bow, gloss on ἄβιος, EM3.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακρόβιος
-
2 μακρός
Grammatical information: adj.Meaning: `long, great, high' also `deep', `tall, far, lasting long' (Il.).Compounds: Many compp., e.g. μακρό-βιος `with long life' (Hdt., Hp.), ἐπί-, ὑπό-, πρό-μακρος `rather long' (Hp.; Strömberg Prefix Studies 100).Derivatives: μακρό-τερος (θ 20 = σ 195), - τατος (Ξ 288 a. 373); besides the primary μάσσων, μήκιστος, s. on μῆκος. Nominal abstracts: μάκρος n. `length' (Ar. Av. 1131; prob. accidental formation, cf. Chantraine Form. 417); μακρότης f. `id.' (hell.). Denomin. μακρύνω `lengthen, remove' (LXX, Hero) with μακρυσμός `long intermediate', μάκρυμμα n. `things thrown away' (LXX; v.l. μάκρυνσις).Origin: IE [Indo-European] [699] *meh₂ḱ- `long, thin, tall'Etymology: Old adj., also preserved in Latin and German.: Lat. macer `meager, thinn', Germ., e.g. OHG magar, OWNo. magr ' meager', IE *mh₂ḱrós. A parallel l-formation is found in Hitt. mak-l-ant- `meager'; cf. also μακεδνός. In the sense of `long, high' μακρός pushed out inherited δολιχός; vgl. Porzig Gliederung 111. S. μῆκος.Page in Frisk: 2,164-165Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μακρός
-
3 μακροπόρευτος
μακρο-πόρευτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακροπόρευτος
См. также в других словарях:
ιθύβιος — ἰθύβιος, ον (Α) ευθύς, τίμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + βιος (< βίος), πρβλ. ισό βιος, μακρό βιος] … Dictionary of Greek
καλόβιος — καλόβιος, ον (Α) αυτός που ζει ευπρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + βιος (< βίος), πρβλ. βραχύ βιος, μακρό βιος] … Dictionary of Greek
οικτρόβιος — οἰκτρόβιος, ον (ΑΜ) αυτός που διάγει άθλιο βίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + βιος (< βίος), πρβλ. λιτό βιος, μακρό βιος] … Dictionary of Greek
λαμπρόβιος — λαμπρόβιος, ον (Α) αυτός που ζει πολυτελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + βίος (πρβλ. κοινό βιος, μακρό βιος)] … Dictionary of Greek
μακρόβιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Καππαδοκία. Μαρτύρησε επί Λικινίου μαζί με τους Λουκιανό, Γορδιανό, Ζωτικό, Ηλεί και Βαλεριανό. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με τους Μίλδα, Αφροδίσιο … Dictionary of Greek
μικρόβιος — ο αυτός που έχει μικρή διάρκεια ζωής, που ζει λίγο, λιγόζωος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * βίος (< βίος), πρβλ. μακρό βιος] … Dictionary of Greek
ρυπαρόβιος — α, ο / ῥυπαρόβιος, ον, ΝΜΑ αυτός που διάγει βρόμικο, ανήθικο βίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + βιος (< βίος), πρβλ. μακρό βιος] … Dictionary of Greek
υγρόβιος — α, ο / ὑγρόβιος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. (για ζώα) υδρόβιος μσν. αρχ. (για πρόσ.) αυτός που ζει ή εργάζεται κοντά στο νερό, όπως λ.χ. ο ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + βίος (< βίος), πρβλ. μακρό βιος] … Dictionary of Greek
φαυλόβιος — α, ο / φαυλόβιος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Ν αυτός που διάγει φαύλο βίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + βιος (< βίος), πρβλ. μακρό βιος] … Dictionary of Greek
ομοιόβιος — ὁμοιόβιος, ον (ΑΜ) αυτός που διάγει τον ίδιο βίο με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + βίος (πρβλ. μακρό βιος)] … Dictionary of Greek
πρωτόβιος — ον, Α πρεσβύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + βίος (πρβλ. μακρό βιος)] … Dictionary of Greek