-
1 μακρύνω
μακρύνω, verlängern, ausdehnen, Schol. Lycophr. 2, für μηκύνω; – entfernen, weit von steh stoßen, verschmähen, LXX.
-
2 μακρύνω
-
3 μακρύνω
A : [tense] fut. [voice] Pass. μακρυνθήσομαι ib.Is.49.19: [tense] pf. [voice] Pass. μεμάκρυμμαι ib. Ps. 55(56) tit.:— prolong, ἡμέρας ib.Ec. l. c.; ἀνομίαν ib.Ps.128(129).3.II remove to a distance, put away,τὴν βοήθειαν LXX Ps.21(22).20
, cf. 39(40).12; τοὺς ἀνθρώπους ib.Is.6.12:—[voice] Pass., to be far off, τόπου from a place, Hero Spir.Praef.2 intr. in [voice] Act., travel far, c. gen., LXX Jd.18.22, cf. Ps.54(55).7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακρύνω
-
4 μακρύνω
-
5 μακρύνω
V 0-2-4-17-4=27 Jgs 18,22; Is 6,12; 49,19; 54,2A: to prolong, to lengthen [τι] Is 54,2; to remove to a distant time, to delay [τι] Ps 21(22),20; to defer to [+inf.] Jdt 2,13; to keep oneself far away from [ἑαυτὸν ἀπό τινος] Ps 72(73),27; to travel far Ps 54(55),8; to travel far from [τινος] Jgs 18,22; to go far from [ἀπό τινος] Ps 70(71),12P: to be removed from [ἀπό τινος] Ps 55(56),1; to be far off from [ἀπό τινος] Ps 118(119),150*Ps 119(120),5 ἐμακρύνθη is prolonged-⋄ךשׁמ for MT ךשׁמ Meshechneol.?Cf. HARLÉ; 1999 236.57; HELBING 1928, 165; PRIJS 1948 27(Ps 55 (56),1) -
6 ἀπο-μακρύνω
ἀπο-μακρύνω, = ἀπομηκύνω, Sp.; τόποι ἀπομεμακρυσμένοι τοῦ ἡλίου, entfernt, Arist. plant. 2, 6.
-
7 μακρόω
-
8 απομακρυνω
-
9 μακρός
Grammatical information: adj.Meaning: `long, great, high' also `deep', `tall, far, lasting long' (Il.).Compounds: Many compp., e.g. μακρό-βιος `with long life' (Hdt., Hp.), ἐπί-, ὑπό-, πρό-μακρος `rather long' (Hp.; Strömberg Prefix Studies 100).Derivatives: μακρό-τερος (θ 20 = σ 195), - τατος (Ξ 288 a. 373); besides the primary μάσσων, μήκιστος, s. on μῆκος. Nominal abstracts: μάκρος n. `length' (Ar. Av. 1131; prob. accidental formation, cf. Chantraine Form. 417); μακρότης f. `id.' (hell.). Denomin. μακρύνω `lengthen, remove' (LXX, Hero) with μακρυσμός `long intermediate', μάκρυμμα n. `things thrown away' (LXX; v.l. μάκρυνσις).Origin: IE [Indo-European] [699] *meh₂ḱ- `long, thin, tall'Etymology: Old adj., also preserved in Latin and German.: Lat. macer `meager, thinn', Germ., e.g. OHG magar, OWNo. magr ' meager', IE *mh₂ḱrós. A parallel l-formation is found in Hitt. mak-l-ant- `meager'; cf. also μακεδνός. In the sense of `long, high' μακρός pushed out inherited δολιχός; vgl. Porzig Gliederung 111. S. μῆκος.Page in Frisk: 2,164-165Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μακρός
См. также в других словарях:
μακρύνω — (AM μακρύνω) βλ. μακραίνω … Dictionary of Greek
μακρύνω — αμτβ., για τους χρόνους βλ. μακραίνω,1. κάνω κάτι μακρύ, επιμηκύνω: Μάκρυνε το παντελόνι του. 2. απομακρύνω, διώχνω κάποιον μακριά: (Απο)μάκρυνε τα παιδιά από τη φωτιά. 3. (γραμμ.), μετατρέπω μια συλλαβή σε μακρόχρονη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακραίνω — και μακρύνω (Α μακρύνω, Μ μακραίνω) [μάκρος] 1. δίνω σε κάτι έκταση ή διάρκεια, παρατείνω (α. «πολύ τή μάκρυνες την περιγραφή» β. «οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐμάκρυναν τὴν ἀνομίαν αὐτῶν», ΠΔ) 2. θέτω μακριά ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα, απομακρύνω, απωθώ, αποσύρω … Dictionary of Greek
μακρυνίσκω — (Μ μακρυνίσκω) μακρύνω, επιμηκύνω μσν. 1. παρατείνω, καθυστερώ κάτι 2. (αμτβ.) δείχνω αναβλητικότητα, καθυστερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού μακρύνω + θαμιστ. κατάλ. ίσκω] … Dictionary of Greek
-άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… … Dictionary of Greek
μάκρυμα — και μάκρυσμα, το (Μ μάκρυμα[ν] και μάκρυσμα[ν]) [μακρύνω] 1. μήκυνση, επιμήκυνση 2. τοπική ή χρονική απομάκρυνση μσν. παράταση χρόνου, αναβολή … Dictionary of Greek
μακρυμός — μακρυμός, ὁ (Μ) [μακρύνω] απομάκρυνση, ξεμάκρεμα … Dictionary of Greek
μακρυσμός — μακρυσμός, ὁ (ΑM) [μακρύνω] απομάκρυνση … Dictionary of Greek
μακρύσιν — μακρύσιν, τὸ (Μ) μακρύ ξύλο, κυρίως το μακρύτερο από τα δύο ξύλα τού σταυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για ουσιαστικοποιημένο απρμφ. μέλλ. *μακρύσειν τού μακρύνω / μακρυνίσκω (πρβλ. κοντώσιν / κοντύσιν)] … Dictionary of Greek
μαντάτο — το (AM μανδᾱτον, Μ και μανδᾱτο και μαντᾱτο) διαταγή νεοελλ. 1. προμήνυμα («να μακρύνω απ την καρδιά τσ αγάπης τα μαντάτα, να δυσκολέψω τσ αφορμές οπού με τυραννούσι», Ερωτόκρ.) 2. ανακοίνωση, πληροφορία νεοελλ. μσν. αγγελία, είδηση, νέο («καλά… … Dictionary of Greek
μεμακρυσμένως — (Α) επίρρ. σε μεγάλη απόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμακρυσμένος, μτχ. μέσου παρακμ. τού ρήματος μακρύνω] … Dictionary of Greek