Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μακρό-λοβος

См. также в других словарях:

  • πολύλοβος — ον, Α (για όσπρια) αυτός που έχει πολλούς λοβούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λοβός (πρβλ. μακρό λοβος)] …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλόλοβος — ον, Α (για καρπό) αυτός που έχει στρογγυλό λουβίδι, στρογγυλό φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + λοβός «λουβίδι, φλοιός» (πρβλ. μακρό λοβος)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόλοβος — ον, Α αυτός που φορεί χρυσά σκουλαρίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λοβός (πρβλ. μακρό λοβος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»