-
1 μακρό-λοβος
μακρό-λοβος, langhülsig.
-
2 μακρόλοβος
μακρό-λοβος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακρόλοβος
-
3 μακρόλοβος
μακρό-λοβος, langhülsig.
См. также в других словарях:
πολύλοβος — ον, Α (για όσπρια) αυτός που έχει πολλούς λοβούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λοβός (πρβλ. μακρό λοβος)] … Dictionary of Greek
στρογγυλόλοβος — ον, Α (για καρπό) αυτός που έχει στρογγυλό λουβίδι, στρογγυλό φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + λοβός «λουβίδι, φλοιός» (πρβλ. μακρό λοβος)] … Dictionary of Greek
χρυσόλοβος — ον, Α αυτός που φορεί χρυσά σκουλαρίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λοβός (πρβλ. μακρό λοβος)] … Dictionary of Greek