-
1 μακρόῤ-ῥῑς
μακρόῤ-ῥῑς, ῑνος, ὁ, langnasig, Sp.
-
2 μακρόῤῥῑς
μακρόῤ-ῥῑς, ῑνος, ὁ, langnasig
См. также в других словарях:
μακρόρ(ρ)ιν — και μακρόρρις και μακρύριν, ινος, ὁ, ἡ (Μ) μακρύρρινος, μακρομύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ῥίς, ῥινός, «μύτη» (πρβλ. οξύ ρριν, παχύ ρριν)] … Dictionary of Greek