-
1 μακροβιος
-
2 μακρόβιος
μακρόβιοςlong-lived: masc /fem nom sg -
3 μακρόβιος
μακρόβιος, ον (s. μακρός, βίος; Hippocr.+; LXX; Philo; Jos., Bell. 2, 151) long-lived σπέρμα μ. a long-lived posterity 1 Cl 16:11 (after Is 53:10). -
4 μακρόβιος
α, ο [ος, ον ] долговечный, долголетний (о живых существах) -
5 μακρόβιος
-ος,-ον + A 0-0-1-0-1=2 Is 53,10; Wis 3,17long-lived Is 53,10ἐάν τε γὰρ μακρόβιοι γένωνται though they live long Wis 3,17 -
6 μακρόβιος
[макровиос] επ долговечный, живучий. -
7 μακρόβιος
A long-lived, Hp.Aër.4, Arist.Rh. 1361b33, Apollod.2.1.5; of plants, Thphr.HP4.13.1 (hence μακρόβιον, τό, -a)ei/zwon to\ mikro/n prob. cj. in Ps.-Dsc.4.89): [comp] Comp. - ώτερος Str.15.1.34, Arr.Ind.9.4: [comp] Sup. - ώτατος Hdt.3.114, Str.15.1.43; Αἰθίοπες οἱ μ., of a halfmythical, perh. Abyssinian, people, Hdt.3.23, Orph.A. 1107; αἱ M., nymphsat Rhodes, Hsch.II ([etym.] βιός) with a long bow, gloss on ἄβιος, EM3.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακρόβιος
-
8 μακρόβιος
-
9 μακροβιώτερον
μακρόβιοςlong-lived: masc acc comp sgμακρόβιοςlong-lived: neut nom /voc /acc comp sgμακρόβιοςlong-lived: adverbial -
10 μακροβιωτέρων
μακρόβιοςlong-lived: fem gen comp plμακρόβιοςlong-lived: masc /neut gen comp pl -
11 μακροβιώτατα
μακρόβιοςlong-lived: adverbial superlμακρόβιοςlong-lived: neut nom /voc /acc superl pl -
12 μακροβιώτατον
μακρόβιοςlong-lived: masc acc superl sgμακρόβιοςlong-lived: neut nom /voc /acc superl sg -
13 μακρόβιον
μακρόβιοςlong-lived: masc /fem acc sgμακρόβιοςlong-lived: neut nom /voc /acc sg -
14 μακροβιωτάτη
μακρόβιοςlong-lived: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic) -
15 μακροβιωτάτοις
μακρόβιοςlong-lived: masc /neut dat superl pl -
16 μακροβιωτάτου
μακρόβιοςlong-lived: masc /neut gen superl sg -
17 μακροβιωτάτους
μακρόβιοςlong-lived: masc acc superl pl -
18 μακροβιωτέρους
μακρόβιοςlong-lived: masc acc comp pl -
19 μακροβιώταται
μακρόβιοςlong-lived: fem nom /voc superl pl -
20 μακροβιώτατοι
μακρόβιοςlong-lived: masc nom /voc superl pl
См. также в других словарях:
μακρόβιος — long lived masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρόβιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Καππαδοκία. Μαρτύρησε επί Λικινίου μαζί με τους Λουκιανό, Γορδιανό, Ζωτικό, Ηλεί και Βαλεριανό. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με τους Μίλδα, Αφροδίσιο … Dictionary of Greek
μακρόβιος — α, ο αυτός που ζει πολλά χρόνια, ο πολύχρονος: Είχε μια μακρόβια γιαγιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακροβιώτερον — μακρόβιος long lived masc acc comp sg μακρόβιος long lived neut nom/voc/acc comp sg μακρόβιος long lived adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβιωτέρων — μακρόβιος long lived fem gen comp pl μακρόβιος long lived masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβιώτατα — μακρόβιος long lived adverbial superl μακρόβιος long lived neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβιώτατον — μακρόβιος long lived masc acc superl sg μακρόβιος long lived neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρόβιον — μακρόβιος long lived masc/fem acc sg μακρόβιος long lived neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβιωτάτη — μακρόβιος long lived fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβιωτάτοις — μακρόβιος long lived masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβιωτάτου — μακρόβιος long lived masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)