-
1 μακρο-φάρυγξ
μακρο-φάρυγξ, langschlundig, langhalsig, von der Flasche, Marc. Arg. 18 (IX, 229).
-
2 μακροφάρυγξ
μακρο-φάρυγξ, langschlundig, langhalsig, von der Flasche
См. также в других словарях:
παντοφάρυγξ — υγγος, ὁ, ΜΑ γαστρίμαργος, λαίμαργος, αδηφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + φάρυγξ (πρβλ. μακρο φάρυγξ)] … Dictionary of Greek