Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μακροσκελής

См. также в других словарях:

  • μακροσκελής — long legged masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροσκέλης — ο (Μ μακροσκέλης) αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροκάνης, μακροπόδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + σκέλος (πρβλ. κοντο σκέλης)] …   Dictionary of Greek

  • μακροσκελής — ές (AM μακροσκελής, ές) αυτός που έχει μακριά σκέλη, μακριά πόδια νεοελλ. 1. (για προφορικό ή γραπτό λόγο) αυτός που αποτελείται από μακρές περιόδους, μακροπερίοδος 2. εκτεταμένος, πολύ διεξοδικός («μακροσκελές άρθρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • μακροσκελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που έχει μακριά σκέλη, ο μακροκάνης. 2. (για γραφτό ή προφορικό λόγο), αυτός που αποτελείται από μεγάλες περιόδους, εκτενής, διεξοδικός: Μου έστειλε μια μακροσκελή επιστολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μακροσκελῆ — μακροσκελής long legged neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μακροσκελής long legged masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μακροσκελής long legged masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροσκελέστερον — μακροσκελής long legged adverbial comp μακροσκελής long legged masc acc comp sg μακροσκελής long legged neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροσκελεῖ — μακροσκελής long legged masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) μακροσκελής long legged masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροσκελεῖς — μακροσκελής long legged masc/fem acc pl μακροσκελής long legged masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροσκελές — μακροσκελής long legged masc/fem voc sg μακροσκελής long legged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροσκελίζω — [μακροσκελής] απλώνω τα σκέλη μου μακριά, κάνω μεγάλους διασκελισμούς, δρασκελιές …   Dictionary of Greek

  • μακροσκελοῦς — μακροσκελής long legged masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»