-
1 μακροπόδαρος
η, ο, μακροπόδης, α, ικο длинноногий -
2 μακροκάνης
α, ικο см. μακροπόδαρος -
3 μακρόπους
(-οδός), ους, ουν 1. см. μακροπόδαρος;2. (ο) кенгуру
См. также в других словарях:
μακροπόδαρος, -η, -ο — και μακροπόδης, α, ικο αυτός που έχει μακριά πόδια: Ήταν μακροπόδαρος και διέπρεψε ως αθλητής του στίβου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακροπόδαρος — η, ο αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροπόδης … Dictionary of Greek
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek
ξυλάρας — ο αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροπόδαρος, μακροκάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + μεγεθ. κατάλ. άρας (πρβλ. ποδ άρας)] … Dictionary of Greek
παχύγναθος — (pachibrachis). Αράχνη της οικογένειας των τετραγνωθιδών. Τα διάφορα είδη του γένους είναι όλα μικρόσωμα. Αξιολογότερο είδος είναι ο π. ο μακροπόδαρος, με κυλινδρικό σώμα, πολύ μικρό κεφάλι και διογκωμένη κοιλιά. Το χρώμα του είναι ξανθοκίτρινο… … Dictionary of Greek