-
1 μακροκομείν
-
2 μακροκομεῖν
См. также в других словарях:
μακροκομεῖν — μακροκομέω have long hair pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανειμονώ — (ΑM μελανειμονῶ, έω) [μελανείμων] φορώ μαύρα ενδύματα, μαυροφορώ («τοὺς μὲν ἄνδρας μελανειμονεῑν καὶ μακροκομεῑν, τὰς δὲ γυναῑκας λευχειμονεῑν», Στράβ.) … Dictionary of Greek