-
1 μακάρι
-
2 μακάρι
επίρρ.1) как было бы хорошо, если бы; если бы..., пусть бы...;μακάρι να είχα κι' εγώ παιδιά! — если бы у меня были дети!;
μακάρι να ήταν έτσι! — если бы было так!;
2) даже;δεν 'θέλω να τον βλέπω μακάρι και γιά μιά στιγμή — я не хочу его видеть даже на минутку
-
3 Μακάρι'
Μακάριε, Μακάριοςblessed: masc voc sgΜακάριαι, Μακαρίηfem nom /voc pl -
4 Μάκαρι
Μάκαρblessed: masc dat sg -
5 μακάρι'
μακάρια, μακάριοςblessed: neut nom /voc /acc plμακάρια, μακάριοςblessed: neut nom /voc /acc plμακάριε, μακάριοςblessed: masc voc sgμακάριε, μακάριοςblessed: masc /fem voc sgμακάριαι, μακάριοςblessed: fem nom /voc pl -
6 μάκαρι
μάκαρblessed: masc /fem dat sg -
7 μακάρι
[макари] επίρ. если бы, пусть.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μακάρι
-
8 μακάρι
[макари] επίρ если бы, пусть. -
9 μακάρι
wishΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μακάρι
-
10 μακαρίτας
μακαρί̱τᾱς, μακαρίτηςone blessed: masc acc plμακαρί̱τᾱς, μακαρίτηςone blessed: masc nom sg (epic doric aeolic) -
11 μακαρίται
μακαρί̱τᾱͅ, μακαρίτηςone blessed: masc dat sg (doric aeolic) -
12 μακαρίτηι
μακαρί̱τῃ, μακαρίτηςone blessed: masc dat sg (attic epic ionic) -
13 μακαρίτην
μακαρί̱την, μακαρίτηςone blessed: masc acc sg (attic epic ionic) -
14 μακαρίτης
μακαρί̱της, μακαρίτηςone blessed: masc nom sg -
15 μακαρίτιδος
μακαρί̱τιδος, μακαρῖτιςone blessed: fem gen sg -
16 μακαρίτου
μακαρί̱του, μακαρίτηςone blessed: masc gen sg -
17 işallah
μακάρι, αμήν, αμήν και πότε -
18 keşke
μακάρι, είθε -
19 пожалуй
παρνθ. λ. κ. μόριο1. παρνθ. λ. μπορεί, πιθανόν, δυνατόν, ίσως.2. μόριο (για αμφιβολία, αοριστία)• καλά, σύμφωνος• είθε, μακάρι•по мне пожалуй εγώ συμφωνώ•
вы этого хотите? пожалуй αυτό θέλετε; είθε, μακάρι (να γίνει).
-
20 чтоб
κ. чтобы1. σύνδ. τελικός• γιανα,να•я сделаю всё чтоб успокоит вас θα κάνω το παν, για να σας καθησυχάζω•
тороплюсь чтоб успеть на поезд βιάζομαι, για να προκάνω το τρένο•
он любит чтоб ему льстили αυτός αγαπά να τον κολακεύουν.
2. σύνδ. ειδικός•ότι, πως•сомневаюсь чтоб это удастся αμφιβάλλω πως θα πετύχει αυτό•
чтоб не μήπως, για να μη•
боюсь чтоб он не простудился φοβούμαι μήπως αυτός κρυολογήσει ή φοβούμαι να μην κρυολογήσει.
|| (για χρόνο) που, οπότε•3. μόριο• α) με σημ. διαταγής ή διαγωγής•чтоб этого больше не было! για να μην ξαναγίνει (επαναληφθεί) αυτό!•
чтоб тебя больше не видел! να μη σε ξαναδώ πια! β) είθε, μακάρι, άμποτε•
чтоб он лопнул! μακάρι να έσκαζε!
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μακάρι — και μαγάρι (AM μακάρι) είθε νεοελλ. μσν. έστω και, ακόμη και αν («δεν θέλω να τόν δω μακάρι και ζωγραφιστό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακάριον, ουδ. τού επιθ. μακάριος (πρβλ. μαζίον > μαζί) ή από τον πληθ. μακάριοι. Κατ άλλους, < περσοτουρκ. meğer] … Dictionary of Greek
μακάρι — 1. είθε: Μακάρι να έρθεις. 2. έστω και, ούτε και: Δε θα τον συγχωρέσω, μακάρι και να πέσει στα πόδια μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μακάρι' — Μακάριε , Μακάριος blessed masc voc sg Μακάριαι , Μακαρίη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακάρι' — μακάρια , μακάριος blessed neut nom/voc/acc pl μακάρια , μακάριος blessed neut nom/voc/acc pl μακάριε , μακάριος blessed masc voc sg μακάριε , μακάριος blessed masc/fem voc sg μακάριαι , μακάριος blessed fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάκαρι — Μάκαρ blessed masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκαρι — μάκαρ blessed masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίτας — μακαρί̱τᾱς , μακαρίτης one blessed masc acc pl μακαρί̱τᾱς , μακαρίτης one blessed masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίται — μακαρί̱τᾱͅ , μακαρίτης one blessed masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίτηι — μακαρί̱τῃ , μακαρίτης one blessed masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίτην — μακαρί̱την , μακαρίτης one blessed masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίτης — μακαρί̱της , μακαρίτης one blessed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)