-
1 μακάρι
-
2 Μακάρι'
Μακάριε, Μακάριοςblessed: masc voc sgΜακάριαι, Μακαρίηfem nom /voc pl -
3 Μάκαρι
Μάκαρblessed: masc dat sg -
4 μακάρι'
μακάρια, μακάριοςblessed: neut nom /voc /acc plμακάρια, μακάριοςblessed: neut nom /voc /acc plμακάριε, μακάριοςblessed: masc voc sgμακάριε, μακάριοςblessed: masc /fem voc sgμακάριαι, μακάριοςblessed: fem nom /voc pl -
5 μάκαρι
μάκαρblessed: masc /fem dat sg -
6 μακάρι
wishΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μακάρι
-
7 μακαρίτας
μακαρί̱τᾱς, μακαρίτηςone blessed: masc acc plμακαρί̱τᾱς, μακαρίτηςone blessed: masc nom sg (epic doric aeolic) -
8 μακαρίται
μακαρί̱τᾱͅ, μακαρίτηςone blessed: masc dat sg (doric aeolic) -
9 μακαρίτηι
μακαρί̱τῃ, μακαρίτηςone blessed: masc dat sg (attic epic ionic) -
10 μακαρίτην
μακαρί̱την, μακαρίτηςone blessed: masc acc sg (attic epic ionic) -
11 μακαρίτης
μακαρί̱της, μακαρίτηςone blessed: masc nom sg -
12 μακαρίτιδος
μακαρί̱τιδος, μακαρῖτιςone blessed: fem gen sg -
13 μακαρίτου
μακαρί̱του, μακαρίτηςone blessed: masc gen sg -
14 μακαρίτη
-
15 μακαρίτῃ
См. также в других словарях:
μακάρι — και μαγάρι (AM μακάρι) είθε νεοελλ. μσν. έστω και, ακόμη και αν («δεν θέλω να τόν δω μακάρι και ζωγραφιστό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακάριον, ουδ. τού επιθ. μακάριος (πρβλ. μαζίον > μαζί) ή από τον πληθ. μακάριοι. Κατ άλλους, < περσοτουρκ. meğer] … Dictionary of Greek
μακάρι — 1. είθε: Μακάρι να έρθεις. 2. έστω και, ούτε και: Δε θα τον συγχωρέσω, μακάρι και να πέσει στα πόδια μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μακάρι' — Μακάριε , Μακάριος blessed masc voc sg Μακάριαι , Μακαρίη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακάρι' — μακάρια , μακάριος blessed neut nom/voc/acc pl μακάρια , μακάριος blessed neut nom/voc/acc pl μακάριε , μακάριος blessed masc voc sg μακάριε , μακάριος blessed masc/fem voc sg μακάριαι , μακάριος blessed fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάκαρι — Μάκαρ blessed masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκαρι — μάκαρ blessed masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίτας — μακαρί̱τᾱς , μακαρίτης one blessed masc acc pl μακαρί̱τᾱς , μακαρίτης one blessed masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίται — μακαρί̱τᾱͅ , μακαρίτης one blessed masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίτηι — μακαρί̱τῃ , μακαρίτης one blessed masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίτην — μακαρί̱την , μακαρίτης one blessed masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίτης — μακαρί̱της , μακαρίτης one blessed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)