-
1 Μαίων
Μαΐων, ΜάιοςMaius: fem gen plΜαΐων, ΜάιοςMaius: masc /neut gen plΜαίωνmasc nom /voc sg -
2 Μαιων
-
3 Μαιών
-
4 Μαιῶν
-
5 μαιών
-
6 μαιῶν
-
7 Μαίων
Μαίων: son of Haemon in Thebes, Il. 4.394, 398.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Μαίων
-
8 μαίων
μαῖονneut gen pl -
9 Μαιόνων
Μαίωνmasc gen pl -
10 Μαίονα
Μαίωνmasc acc sg -
11 Μαίονας
Μαίωνmasc acc pl -
12 Μαίονες
Μαίωνmasc nom /voc pl -
13 Μαίονι
Μαίωνmasc dat sg -
14 Μαίονος
Μαίωνmasc gen sg -
15 Μαίον'
Μαίονα, Μαίωνmasc acc sgΜαίονι, Μαίωνmasc dat sgΜαίονε, Μαίωνmasc nom /voc /acc dual -
16 Maeon
-
17 Αιμονιδης
-
18 Μαιονιδης
-
19 Μαίον
-
20 Μαῖον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Μαίων — Μαΐων , Μάιος Maius fem gen pl Μαΐων , Μάιος Maius masc/neut gen pl Μαίων masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαιῶν — Μαῑῶν , Μαῖα fem gen pl Μαῖα fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιῶν — μαῑῶν , μαῖα good mother fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαίων — μαῖον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαίων ή Μήων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θηβαίος, γιος του Αίμονα. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν συναρχηγός με τον Πολυφόντη των πενήντα Καδμείων που έστησαν ενέδρα στον Τυδέα κατά την επάνοδό του στην πατρίδα. Ο Τυδέας τους σκότωσε όλους εκτός από τον M … Dictionary of Greek
Μαίωρ ή Μαίων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού (284 305). Ίσως είναι το ίδιο πρόσωπο με τον μάρτυρα Μάιρο (βλ. λ.). Η μνήμη του τιμάται στις 15 Φεβρουαρίου … Dictionary of Greek
Μαιόνων — Μαίων masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαῖον — Μαίων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαίονα — Μαίων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαίονας — Μαίων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαίονες — Μαίων masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)