-
1 μαιεύω
μαιεύω, u. gew. im med., entbinden, von der Hebamme gesagt, u. bei Plat. übertr. von Entwicklung geistiger Begriffe (s. μαιευτικός), τινά, Plat. Theaet. 150 b 157 c; pass., τὰ ὑπ' ἐμοῦ μαιευϑέντα, 150 e, u. Sp., wie D. Sic. 19, 34; μαιεύεται ἡ Ἄρτεμις, sie ist Hebamme, Luc. D. D. 26, 2; – ὄρνιϑας μαιεύεσϑαι, junge Hühner ausbrüten lassen, Suid. – Sprichw. ἀετὸν κάνϑαρος μαιεύεται, Zenob. 1, 20 u. Schol. Ar. Lys. 695.
-
2 μαιεύω
μαιεύω, entbinden, von der Hebamme gesagt; übertr. von Entwicklung geistiger Begriffe; μαιεύεται ἡ Ἄρτεμις, sie ist Hebamme; ὄρνιϑας μαιεύεσϑαι, junge Hühner ausbrüten lassen
См. также в других словарях:
μαιεύω — και μαιεύομαι (AM μαιεύομαι) [μαία] 1. (για μαία και μαιευτήρα) βοηθώ επίτοκη να γεννήσει, ξεγεννώ 2. αποσπώ απάντηση ή ομολογία με τη μαιευτική τέχνη τού Σωκράτους, εκμαιεύω μσν. αρχ. μτφ. φέρνω στο φώς, εμφανίζω για πρώτη φορά αρχ. 1. ενεργώ ως … Dictionary of Greek
μαία — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Τιτάνα Άτλαντα και της Πληιόνης, από τη σχέση της οποίας με τον Δία γεννήθηκε ο Ερμής. Πολλοί ποιητές έχουν εξυμνήσει την ομορφιά της και τη θεωρούν ως την πιο όμορφη από τις Πλειάδες. Αναφέρεται άλλωστε… … Dictionary of Greek
μαίευση — η (Α μαίευσις) [μαιεύω] το έργο τής μαίας ή τού μαιευτήρα, το ξεγέννημα … Dictionary of Greek
μαιευτήρας — ο, η, θηλ. μαιεύτρια γιατρός ειδικευμένος στη μαιευτική και στη γυναικολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύω + επίθημα τήρ (> τήρας)] … Dictionary of Greek
μαιεύομαι — (AM μαιεύομαι) βλ. μαιεύω … Dictionary of Greek