-
1 μανθάνω
μανθάνω ( ΜΑΘ, viell. mit ΜΑΩ zusammenhangend), fut. μαϑήσομαι, dor. μαϑεῦμαι, Theocr. 11, 62, aor. ἔμαϑον, ep. ἔμμαϑον, μαϑεῖν, perf. μεμάϑηκα, – lernen, u. aor. gelernt haben, verstehen; ἔργα κάκ' ἔμμαϑεν, Od. 17, 226. 18, 362, u. c. inf., μάϑον ἔμμεναι ἐσϑλός, Iliad. 6, 444, wie ἔμαϑε μισεῖν, Pind. P. 4, 284; auch μέλλοντ' ἄνεμον ἔμαϑον, N. 7, 18; οἷος ἐσσὶ μαϑών P. 2, 72; ὡς μάϑητε διὰ τέλους τὸ πᾶν, Aesch. Prom. 273; ὡς μάϑῃ τί χρὴ δρῶντ' ἢ λέγοντα δαίμοσιν πράττειν φίλα, 662; ἀγγέλου λόγου μαϑεῖν, vernehmen, erfahren, Spt. 355; παρά τινος, Ag. 833 Ch. 169, wie Soph. O. R. 704 u. öfter; Eur. Rhes. 206; Plat. Euthyphr. 14 c, u. so gewöhnlich; – πρός τινος, Soph. Phil. 959 O. C. 12; ἔκ τινος, Trach. 449; vgl. Plat. Theaet. 192 c Ion 541 c; mit dem bloßen gen., Soph. El. 877; τί βούλει μαϑεῖν ἐμοῦ, Eur. Hec. 991; τί μου μανϑάνεις, Plat. Phil. 51 c; ἴσως οὐ μανϑάνετέ μου ὅτι λέγω, Lach. 189 e, vgl. Gorg. 488 c; μάϑε δέ μου καὶ ταῦτα, Xen. Cyr. 1, 6, 44 An. 4, 8, 5 u. sonst; λέγ' αὖϑις ὡς μᾶλλον μάϑω, Soph. O. R. 359; μαϑησόμεσϑα δ' Ἀτρείδας σέβειν, Ai. 652; erfahren, hören, c. partic., μὴ καὶ μάϑῃ μ' ἥκοντα, phil. 13; πρὶν μαϑεῖν ἐμοῦ, ehe ihr von mir gehört habt, 370; auch vom Wahrnehmen durch das Gesicht, Ai. 1025; – c. partic., ἵνα μάϑῃ σοφιστὴς ὢν Διὸς νωϑέστερος, Aesch. Prom. 62; ἐπεί σε μανϑάνω ϑνητὴν φρονοῦσαν ϑνητά, Soph. Trach. 472, da ich merke, daß du –; vgl. Her. 1, 5. 68. 4, 164 u. öfter, bei dem es auch »zu erlernen« od. »zu erfahren suchen«, »sich wonach erkundigen« bedeutet, τί, Her. 7, 208. – Absol. μανϑάνω, ich verstehe, Plat. Gorg. 447 d, u. oft bei Ar.; auch oft gebraucht wie audio, wenn man auf das von dem Andern Gesagte eingeht, εἶεν, μανϑάνω, gut, das wohl, Plat. Rep. II, 372 c, vgl. Gorg. 490 d Phaed. 117 c; εἰ δ' ἀληϑὲς οὐκ ἔμαϑεν, das weiß er nicht, Epinom. 975 c. Auch im pass., ὅταν μαϑήματα ἰατικὰ ἐκ νέων μανϑάνηται, Plat. Tim. 87 b. Adj. verb. μαϑητέον, Crat. 439 b. – Οἱ μανϑάνοντες, die Schüler, Xen. Mem. 1, 2, 17 u. bes. Sp. – Häufig fängt bei den Attikern τί μαϑών; einen Fragesatz an, eigtl. aus welchem vernünftigen Grunde konntest du so handeln? d. i. geradezu: wie konntest du so unverständig, so unklug handeln, immer mit einem Vorwurf gesagt, vgl. unter πάσχω, τί παϑών; so sagt Ar. Vesp. 251 τί δὴ μαϑὼν τῷ δακτύλῳ τὴν ϑρυαλλίδ' ὠϑεῖς – ὦ 'νόητε; was fiel dir ein? wie konntest du das thun? vgl. bes. Wolf zu Dem. Lept. p. 348 ff. Aehnl. ist bei Plat. Apol. 36 b τί ἄξιός εἰμι παϑεῖν ἢ ἀποτῖσαι ὅτι μαϑὼν ἐν τῷ βίῳ οὐχ ἡσυχίαν ἦγον, daß ich, obwohl ich es doch gelernt hatte, hätte einsehen sollen, fast = zur Strafe dafür, daß ich nicht Ruhe hielt; vgl. Euthyd. 283 e, εἶπον ἂν σοὶ εἰς κεφαλὴν ὅτι μαϑών μου καὶ τῶν ἄλλων καταψεύδει τοιοῦτο πρᾶγμα, komme es auf deinen Kopf darum, daß du (so unverständiger Weise) mir u. Anderen solche Dinge angedichtet hast, wo Heindorf zu vgl., s. auch 299 a.
-
2 ὀρθός
ὀρθός, (ὄρνυμι), grade; – a) grade in die Höhe, aufrecht, gradestehend; στῆ δ' ὀρϑός, Il. 23, 271 u. öfter; οὐδ' ὀρϑὸς στῆναι δύναται ποσίν, Od. 18, 241; ὀρϑὸς ἀναΐξας, 21, 119; auch ὀρϑῶν ἑσταό-των ἀγορή, Il. 18, 246; ὀΐων ἐπεμαίετο νῶτα ὀρϑῶν ἑσταότων, er betastete die Rücken der Schaafe, die nicht mehr lagen, sondern auf ihren Füßen standen, Od. 9, 442; ὀρϑαὶ δὲ τρίχες ἔσταν, Il. 24, 359; vgl. Hes. O. 542; ἄνα δ' ἐπᾶλτ' ὀρϑῷ ποδί, Pind. Ol. 13, 69; ὀρϑὸν ἄντεινεν κάρα, N. 1, 43; ὀρϑαῖς κιόνεσσιν, P. 4, 267; ὀρϑῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ, I. 6, 12, schon übtr., wie noch bestimmter, ἔστασεν ὀρϑούς, P. 3, 53, wie wir sagen: er stellte sie wieder her, brachte sie vom Krankenlager wieder auf die Beine; τίϑησιν ὀρϑὸν ἢ κατηρεφῆ πόδα, Aesch. Eum. 284; ὀρϑὸν αἴρεις κάρα, Ch. 489; ἴππος ὀρϑὸν οὖς ἵστησιν, Soph. El. 27; τὸν δ' ὀρϑὸν ἄνω κίονι δήσας, Ai. 235, vgl. El. 713. 732; übertr., στάντες δ' ἐς ὀρϑὸν καὶ πεσόντες ὕστερον, O. R. 50; εἰς τίν'. ἐλπίδων βλέψασ' ἔτ' ὀρϑήν; El. 947; ἐς ὀρϑὸν ἐκφέρει μαντεύματα, O. C. 1426; δι' ὀρϑῆς τήνδε ναυκληρεῖς πόλιν, glücklich den Staat lenken, Ant. 981; ἀνῇξεν ὀρϑὸς λαός, Eur. Phoen. 1469; ὀρϑὸν κρᾶτ' ἔστησαν, Hipp. 1203, öfter; κυρβασίας εἰς ὀξὺ ἀπιγμένας ὀρϑὰς εἶχον, Her. 7, 64, vgl. 2, 51; von Gebäuden, stehend, im Ggstz des Niedergerissenen, νομίζοντες ἀδικεῖσϑαι τοῦ Πανάκτου τῇ καϑαιρέσει ὃ ἔδει ὀρϑὸν παραδοῦναι, Thuc. 5, 42; ὀρϑὸς ἑστηκώς, Plat. Men. 93 d u. öfter; übertr., ὀρϑὴ ἂν ἡμῶν ἡ πόλις ἦν καὶ οὐκ ἂν ἔπεσε τὸ τοιοῦτον πτῶμα, Lach. 181 b; ὀρϑὴ πάλη, = ὀρϑοπάλη, Legg. VII, 796 a; ἀ ναβλέπειν ὀρϑοῖς ὄμμασιν, Xen. Hell. 7, 1, 20; Sp., ὀρϑότεραι προςερειδόμεναι κλίμακες, steiler, Pol. 9, 19, 7. – b) in grader Richtung fortgehend, in grader Linie; ὀρϑὸς ἀντ' ἠελίοιο τετραμμένος, der Sonne grade gegenüber, Hes. O. 729; im Ggstz des Krummen, Schiefen, κέλευϑος, Pind. P. 11, 39; ὀρϑὴν κελεύεις, gradeaus, Ar. Av. 1; βοῦς ὑπὸ σμικρᾶς μάστιγος ὀρϑὸς εἰς ὁδὸν πορεύεται, Soph. Ai. 1233; ὀρϑὴν παρ' οἶμον, Eur. Alc. 838; ἐπορεύετο ὀρϑόν, Plat. Conv. 190 a; γωνία, rechter Winkel, Tim. 53 d; Mathem. – Bei den Gramm. ist ἡ ὀρϑή, sc. πτῶσις, casus rectus, der Nominativ. – c) recht, richtig, wahr; ἄγγελος, Pind. Ol. 6, 90; ἀγγελία, P. 4, 279; νόος, φρήν, 10, 68 Ol. 8, 24; ἔστασαν ὀρϑὰν καρδίαν, P. 3, 96; auch ὀρϑὰν φυλάσσοισιν Τένεδον, in gutem Zustande, N. 11, 5; μάρτυρες, Aesch. Eum. 308; μόνοι δ' ἐμμένοντες ὀρϑῷ νόμῳ, Soph. Ai. 343; ὀρϑὰ μαρτυρεῖν, 347; κἀξ ὀρϑῆς φρενός, 528, öfter; ὀρϑὰ νοεῦντες, Her. 8, 3; ὀρϑῷ λόγῳ πατήρ, in Wahrheit, 6, 68; ὀρϑὸς λόγος Plat. Phaed. 73 a u. A.; ὁ ὀρϑὸς νομοϑέτης, Plat. Legg. II, 660 a; ὀρϑὴ γὰρ ἡ παροιμία, Soph. 231 c; κατ' ὀρϑόν, recht, richtig, Tim. 44 b; ἐν τῇ κατ' ὀρϑὸν χρείᾳ, Legg. II, 652 a; τὸ ὀρϑότατόν ἐστιν ἀμφοτέρων μετασχεῖν, Gorg. 485 a; Sp. – Aber auch = aufgeregt, gespannt; Ἑλλὰς πᾶσα ὀρϑὴ ἐφ' οἷς σὺ τυγχάνεις εἰςηγούμενος, Isocr. 5, 70, vgl. 16, 7; διὰ φόβον, D. Sic. 16, 84; ὀρϑοὶ καὶ μετέωροι ταῖς διανοίαις, Pol. 28, 15, 11; καὶ περίφοβος ἦν ἡ πόλις, 3, 112, 6; ἐν ὀρϑῷ κεῖται ἡ βασιλεία αὐτῷ, gut stehen, 31, 15, 1; – μανία, der rechte, wirkliche Wahnsinn, Ael. H. A. 11, 32. – Adv., ὀρϑῶς φρονεῖν, recht, richtig, Aesch. Prom. 1002, καὶ ἐνδίκως, Spt. 387, φράσαι, Ch. 519, μάϑ' ὡς ὀρϑῶς ἐρῶ, Eum. 627, wie ὀρϑῶς ἔλεξας Soph. Phil. 341; φρονεῖν, O. R. 650; auch εἰς ὀρϑὸν φρονεῖν, frg. 543, was bei B. A. 92 καλῶς φρονεῖν erklärt ist, wofür Eur. ὀρϑὰ φρονεῖν sagt, Med. 1129, neben häufigem Gebrauch des adv.; Plat. oft, bes. auch in Antworten, ganz recht, richtig, Prot. 359 e u. sonst; auch οἱ ὀρϑῶς φιλομαϑεῖς, auf rechte Weise, Phaed. 67 b; ὁ ὀρϑῶς κυβερνήτης, Rep. I, 341 c; ὀρϑῶς λογίζεσϑαι, richtig erwägen, Xen. Cyr. 2, 2, 14 u. Sp.; ὀρϑῶς ἵσταντο, Pol. 23, 12, 3.
См. также в других словарях:
μάθ' — μάθαι , μάθη fem nom/voc pl μάθᾱͅ , μάθη fem dat sg (doric aeolic) μάται , μάτη folly fem nom/voc pl μάτᾱͅ , μάτη folly fem dat sg (doric aeolic) μάθε , μανθάνω learn aor imperat act 2nd sg μάθε , μανθάνω learn aor ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφορίζω — μαθ. κάνω υπολογισμούς για να βρω το διαφορικό* συναρτήσεως … Dictionary of Greek
παραβολοειδής — ές, ΝΑ αυτός που μοιάζει με παραβολή ή αυτός που χρησιμεύει για παραβολή νεοελλ. 1. μαθ. αυτός που μοιάζει με γεωμετρική παραβολή, παραβολικός 2. το ουδ. ως ουσ. το παραβολοειδές μαθ. επιφάνεια δευτέρου βαθμού παραγόμενη από μία παραβολή που… … Dictionary of Greek
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek
Mu Alpha Theta — (ΜΑΘ) is a United States mathematics honor society for high schools and two year colleges. It has over 89,000 student members in more than 1,800 schools worldwide. Its main goals are to inspire keen interest in mathematics, develop strong… … Wikipedia
μάσταξ — μάσταξ, ακος, ἡ (Α) 1. αυτό με το οποίο μασάει κανείς, στόμα, γνάθοι, σαγόνια («ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν» έφραζε το στόμα με τα χέρια, Ομ. Οδ.) 2. μουστάκι 3. μπουκιά, μάσημα, μασημένη τροφή («ὡς δ ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῑσι προφέρῃσι μάστακ , ἐπεί… … Dictionary of Greek
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek
μασώ — άω (ΑM μασῶμαι, άομαι, Μ και μασῶ, άω) 1. συνθλίβω και πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια τών δύο σιαγόνων («δεν μπορεί να μασήσει, γιατί τού λείπουν τα δόντια») 2. τρώγω (α. «σήμερα μασάει συνεχώς» β. «καὶ κρέας μασώμενος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
πολύγωνος — η, ο / πολύγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές γωνίες («πολύγωνα σχήματα», Πλουτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύγωνο μαθ. ονομασία κάθε σχήματος που περατώνεται σε κλειστή τεθλασμένη γραμμή νεοελλ. φρ. α) «επίπεδο πολύγωνο» πολύγωνο που… … Dictionary of Greek
ριζικός — ή, ό / ῥιζικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥίζα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρίζα νεοελλ. 1. μτφ. θεμελιώδης, βασικός («ριζική διαφωνία») 2. μτφ. πλήρης («ριζική θεραπεία») 2. φρ. α. «ριζικά τριχίδια» βοτ. τριχίδια που εκφύονται από τη ρίζα με μετατροπή… … Dictionary of Greek
σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου … Dictionary of Greek