Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μαθήσῃ

  • 1 μαθήση

    μάθησις
    the act of learning: fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    ——————
    μαθήσηι, μάθησις
    the act of learning: fem dat sg (epic)
    μανθάνω
    learn: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > μαθήση

  • 2 μαθήσῃ

    Βλ. λ. μαθήση

    Morphologia Graeca > μαθήσῃ

  • 3 μάθηση

    [-ις (-εως)] η
    1) учение, обучение; 2) знания, образование; 3) опыт

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μάθηση

  • 4 μάθηση

    öğrenme, eğitim, tecrübe

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > μάθηση

  • 5 μάθηση

    learning

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μάθηση

  • 6 learning

    μάθηση

    English-Greek new dictionary > learning

  • 7 öğrenilme

    μάθηση, εκπαίδευση

    Türkçe-Yunanca Sözlük > öğrenilme

  • 8 отучить

    -учу, -учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отученный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. μ. ξεμαθαί,νω, υποχρεώνω να ξεμάθει, να ξεσυνηθίσει•

    отучить от курения ξεμαθαίνω κάποιον από το να καπνίζει.

    2. τελειώνω τη μάθηση ή τα μαθήματα.
    1. ξεσυνηθίζω, ξεμαθαίνω•

    отучить от курения ξεσυνηθίζω το κάπνισμα.

    2. τελειώνω τη μάθηση ή τα μαθήματα.

    Большой русско-греческий словарь > отучить

  • 9 учёба

    θ.
    μάθηση, σπουδή, σπούδασμα•

    -в институте σπουδή στο ινστιτούτο•

    школьная учёба σχολική μάθηση•

    отличники -ы οι άριστοι (αριστούχοι) της μάθησης ή της σπουδής•

    он бросил -у αυτός παράτησε το σχολείο ή τη σχολή•

    самостоятельная учёба αυτομάθηση, αυτο-μόρφωση.

    Большой русско-греческий словарь > учёба

  • 10 учение

    ουδ.
    1. μάθηση• σπουδή, μελέτη• μαθήτευση, μαθητεία•

    учение уроков η μελέτη των μαθημάτων•

    время -я μαθητικά ή φοιτητικά χρόνια•

    кончить учение τελειώνω τη μάθηση ή τις σπουδές (αποφοιτώ).

    || πλθ. -я (στρατ.) ασκήσεις• γυμνάσια•

    военные -я στρατιωτικά γυμνάσια•

    идти на -я πηγαίνω ασκήσεις.

    2. διδασκαλία•

    учение стоиков η διδασκαλία των στωικών•

    христианское учение η χριστιανική διδασκαλία•

    учение древнегреческих материалистов η διδασκαλίατων αρχαίων Ελλήνων υλιστών.

    Большой русско-греческий словарь > учение

  • 11 υποσκαζω

        прихрамывать Luc.
        

    ἂν χωλῷ παροικήσῃς, ὑ. μαθήσῃ — пословица Plut. если поживешь с хромым, научишься прихрамывать (ср. с кем поведешься, от того и наберешься)

    Древнегреческо-русский словарь > υποσκαζω

  • 12 изучение

    η μελέτη, η (εκ)μάθηση, η σπουδή

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изучение

  • 13 переучить

    1. (обучить заново, выучить снова) ξαναμαθαίνω (σωστά και από την αρχή), επανεκπαιδεύομαι (ξανά και από την αρχή) 2. (причинить вред долгим обучением) παραδιδάσκω, βλάπτω με την πολλή μάθηση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переучить

  • 14 приучение

    η μάθηση, η εξοικείωση, η συνήθεια.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приучение

  • 15 учёба

    οι σπουδές, η μάθηση, (образование) η μόρφωση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > учёба

  • 16 тяиуться

    тяи||у́ться
    1. (о веревке, нитке и т. п.) τεντώνομαι, ἀπλώνομαι, εἶμαι τεντωμένος·
    2. (о густом, клейком) ρέω (или τρέχω) πολύ σιγά/ τεντώνομαι, ἀνοί-γω (о резине, коже и т. п.)·
    3. (длиться) διαρκώ, συνεχίζομαι/ κυλαω ἀργά (медленно):
    болезнь тянется уже месяц ἡ ἀρρώστεια διαρκεί ήδη ἕνα μήνα· разговор тянется слишком долго ἡ συζήτηση παρατείνεται πολύ· время тянется однообразно ὁ καιρός κυλάει μονότονα·
    4. (простираться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:
    за деревней тянутся поля ἔξω ἀπό τό χωριό ἀπλώνονται τά χωράφια·
    5. (двигаться медленно) σέρνομαι, πηγαίνω·
    6. (потягиваться) τεντώνομαι, ἐκτείνομαι·
    7. (стремиться κ чему-л.) τείνω, στρέφομαι/ перен ἔχω ζήλο γιά, μέ τραβάει:
    цветок тянется к со́лнцу τό ἀνθος στρέφεται προς τόν ήλιο· \тяиутьсяу́ться к знаниям ἔχω ζήλο γιά μάθηση·
    8. (стремиться сравняться с кем-л., не отставать):
    \тяиуться у́ться за товарищами δέν μένω πίσω ἀπό τους συντρόφους μου· ◊ из трубы \тяиутьсяу́лся легкяй дымо́к ἀπ' τό φουγάρο ἔβγαινε ἀραιός καπνός.

    Русско-новогреческий словарь > тяиуться

  • 17 учеба

    учеб||а
    ж οἱ σπουδές/ ἡ μάθηση [-ις], ἡ μόρφωση (образование):
    политическая \учеба τά πολιτικά μαθήματα· самостоятельная \учеба ἡ αὐτομόρφωση· посылать на \учебау στέλνω νά σπουδάσει.

    Русско-новогреческий словарь > учеба

  • 18 ευρύς

    (-έος), εία, ύ
    1) прям., перен. широкий, большой;

    σε ευρεία κλίμακα — широко; — в широком масштабе;

    οι ευρείς ορίζοντες — широкие горизонты;

    2) перен. широкий, обширный; всеобъемлющий, всесторонний;

    ευρεία μόρφωση — всестороннее образование;

    ευρεία μάθηση — или ευρείς γνώσεις — обширные знания;

    ευρεία διάνοια — широкий, всеобъемлющий ум;

    ευρεία δράση — широкая деятельность;

    3) просторный (о помещении); вместительный (о сосудах)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ευρύς

  • 19 μαθήσηι

    μάθησις
    the act of learning: fem dat sg (epic)
    μαθήσῃ, μανθάνω
    learn: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > μαθήσηι

  • 20 learning

    noun (knowledge which has been gained by learning: The professor was a man of great learning.) γνώσεις, μάθηση

    English-Greek dictionary > learning

См. также в других словарях:

  • μάθηση — η 1. απόχτηση γνώσεων, μόρφωση, παιδεία: Είχε αγάπη για τη μάθηση. 2. πείρα: Κατάφερε να δακτυλογραφεί γρήγορα με τη μάθηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μάθηση — Ο όρος με την ευρεία έννοια αναφέρεται στη διαδικασία μέσω της οποίας κάθε έμψυχο ov, από την αμοιβάδα έως τον άνθρωπο, προσαρμόζεται στο περιβάλλον και στις απαιτήσεις του, τροποποιώντας το με τη σειρά του, για να αντλήσει τα μεγαλύτερα οφέλη… …   Dictionary of Greek

  • μαθήση — μάθησις the act of learning fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθήσῃ — μαθήσηι , μάθησις the act of learning fem dat sg (epic) μανθάνω learn fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐξ ἀνοήτου καὶ μεθύοντος μαθήσῃ τὸ ἀληθὲς. — ἐξ ἀνοήτου καὶ μεθύοντος μαθήσῃ τὸ ἀληθὲς. См. Глупый да малый говорят правду …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐξ ἀνοήτου καὶ μεϑύοντος μαϑήση τὸ ἀληϑὲς. — См. Пьяный, что малый: что на уме, то и на языке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μαθηματικός — ή, ό, θηλ. ουσ. και η μαθηματικός (AM μαθηματικός, ή, όν) [μάθημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη τών μαθηματικών (α. «μαθηματική σχολή» β. «περὶ τῆς κοινῆς μαθηματικῆς ἐπιστήμης», Πλούτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η μαθηματική (ενν.… …   Dictionary of Greek

  • οπτικοακουστική εκπαίδευση — Συνοπτικός όρος που χαρακτηρίζει σύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας, που οι αρχές τους βρίσκουν εφαρμογή στην βιομηχανία, στην οργάνωση των επιχειρήσεων, στις στρατιωτικές υπηρεσίες και στον τομέα των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Υλικά που θεωρούνται… …   Dictionary of Greek

  • ευμάθεια — η (ΑΜ εὐμάθεια, Α ποιητ. τ. εὐμαθία, ιων. τ. εὐμαθίη) [ευμαθής] 1. ευκολία στη μάθηση και στην κατανόηση, ταχυμάθεια («μεγαλοπρέπεια, εὐμάθεια, μνήμη», Πλάτ.) 2. διάθεση και κλίση για μάθηση, για απόκτηση γνώσεων 3. επιγρ. διδασκαλία, παίδευση …   Dictionary of Greek

  • εύιστος — εὔιστος, ον (Α) φρ. «εὔιστος πόθος» πόθος για μάθηση, επιθυμία για μάθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θ. ισ τού οίδα «γνωρίζω» (πρβλ. ιστέον) + τος] …   Dictionary of Greek

  • μαθησείοντες — μαθησείοντες, oἱ (Μ) αυτοί που έχουν έφεση για μάθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάθηση + σείοντες, μτχ. τού σείω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»