Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μαθηματικῶς

См. также в других словарях:

  • μαθηματικῶς — μαθηματικός fond of learning adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθηματικός — ή, ό, θηλ. ουσ. και η μαθηματικός (AM μαθηματικός, ή, όν) [μάθημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη τών μαθηματικών (α. «μαθηματική σχολή» β. «περὶ τῆς κοινῆς μαθηματικῆς ἐπιστήμης», Πλούτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η μαθηματική (ενν.… …   Dictionary of Greek

  • Clearchus of Soli — This article is about the writer Clearchus. For others with this name, see Clearchus (disambiguation). Clearchus of Soli (Greek: Kλέαρχoς, Klearkhos) was a Greek philosopher of the 4th 3rd century BCE, belonging to Aristotle s Peripatetic school …   Wikipedia

  • διάγραμμα — Όρος που χαρακτηρίζει έναν τρόπο παράστασης μιας πραγματικής συνάρτησης, μιας πραγματικής μεταβλητής. Η παράσταση αυτή γίνεται συνηθέστερα κατά γεωμετρικό τρόπο. Είναι γνωστά κυρίως το καρτεσιανό δ. και το πολικό δ. μιας συνάρτησης του είδους που …   Dictionary of Greek

  • ευαρμονικός — ή, ό μουσ. αυτός που παράγει μαθηματικώς τέλεια αρμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αρμονικός (< αρμονία)] …   Dictionary of Greek

  • Αλαμπέρ, Ζαν Λε Ρον Ντ΄- — (Jean Le Rond d’ Alembert, Παρίσι 1717 – 1783). Γάλλος μαθηματικός, φυσικός και φιλόσοφος. Νόθος γιος του στρατηγού Ντεστούς και της Μαντάμ ντε Τανσέν, εγκαταλείφθηκε αμέσως μετά τη γέννησή του στα σκαλοπάτια της εκκλησίας Σεν Ζαν Λε Ρον (από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»